Η Άννα Παπαδάκη Σωτηριάδη σε μια συνομιλία με την Βιργινία Αυγερινού στο Literature.gr
Το ύψιλον της λύπης, το πρώτο έργο της Άννας Παπαδάκη Σωτηριάδη κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Η Άννα Παπαδάκη Σωτηριάδη γεννήθηκε στη Νεάπολη Μεραμβέλλου Κρήτης. Το ύψιλον της λύπης, στάθηκε η αφορμή για την συνέντευξη που ακολουθεί και που πρόθυμα μας παραχώρησε η συγγραφέας. Μας μίλησε για την σχέση της με την λογοτεχνία, για το βιβλίο της από την συγγραφή του έως την έκδοσή του, για τον τρόπο που γράφει, για την ηρωίδα της, για την επιρροή των social media και το ηλεκτρονικό βιβλίο και για την συγγραφή.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο Literature.gr απ΄όπου αναδημοσιεύουμε.
Πρόσφατα κάνατε το λογοτεχνικό σας ντεμπούτο με το βιβλίο το «Ύψιλον της λύπης» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ποια η γενικότερη σχέση σας με τη λογοτεχνία και τι σημαίνει για εσάς η καλή λογοτεχνία;
Πάντα αγαπούσα το διάβασμα. Ήμουν το παιδί που προτιμούσε να διαβάζει βιβλία εξωσχολικά αντί για τα μαθήματα. Είχα ανάγκη από παραστάσεις άλλες, να δω λίγο πιο έξω από τα στενά όρια του κόσμου όπου μεγάλωνα. Σαν ιδιοσυγκρασία, ποτέ δε με θυμάμαι να διατυπώνω ερωτήσεις, νομίζω πως ό,τι ποτέ αναζήτησα, το βρήκα μόνη μου στα βιβλία που διάβαζα- πολλές φορές κι από καθαρή τύχη.
Η καλή λογοτεχνία νομίζω πως αυτό που κατά κύριο λόγο προσφέρει, είναι που καθαρίζει την εσωτερική μας φωνή από το “θόρυβο” του τρόπου ζωής μας. Κατακαθίζει η σκόνη της καθημερινότητας, ο απόηχος του όχλου, βρίσκουμε το χρόνο να σκεφτούμε βαθύτερα, να αναλογιστούμε. Και εντέλει, οδηγούμαστε να συμμετάσχουμε, δεν είμαστε απλώς παθητικοί δέκτες-αυτό κι αν είναι αντίδοτο στην ασθένεια των καιρών μας.
Μιλήστε μας λίγο για την πορεία του βιβλίου από το πότε και τον τρόπο που γράφτηκε έως την έκδοση του από τις Εκδόσεις Ψυχογιός
Δεν είχα ιδέα ότι γράφω βιβλίο. Δεν ήξερα δηλαδή και ότι μπορώ, γράφω σύντομα κείμενα συνήθως, το μυθιστόρημα χρειάζεται μια πειθαρχία που, αν με ρωτήσετε, δε θεωρώ ότι διαθέτω. Πριν χρόνια βρέθηκα να κατεβαίνω το γκρεμό για το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής ακολουθώντας τον καλόγερο Συμεών, ενώ ο ουρανός απειλούσε με κατακλυσμό. Από τότε άνοιξε μια καταπακτή: εγώ ήμουν που μπήκα; Ο κόσμος του βιβλίου μου ήταν που ξεχύθηκε; δεν ξέρω ακριβώς. Και θα ήθελα πολύ να ακούσω και κάποιον άλλον να μου πει πώς έγινε το ταξίδι το δικό του στη συγγραφή, γιατί πολλές φορές έχω αναρωτηθεί πού βρίσκονται αυτοί οι κόσμοι, μέχρι να μας καρφωθούν στο μυαλό και να μας απαιτήσουν να τους γεννήσουμε. Δίστασα αρκετό καιρό να το βγάλω από το συρτάρι το γραπτό μου. Όμως οι εκδόσεις Ψυχογιός με αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή.
Πώς γράφτηκε το συγκεκριμένο έργο; Ακολουθήσατε μια γραμμική πορεία; Η πλοκή ή οι χαρακτήρες ήρθαν πρώτα όταν άρχιζε να μορφοποιείται το μυθιστόρημα ως ιδέα στο μυαλό σας;
Νομίζω ότι γενικά εστιάζω στον άνθρωπο εγώ. Παρατηρώ τους ανθρώπους πολύ, μου κινούν το ενδιαφέρον, το μυαλό μου έχει φτιάξει από μόνο του μια αχανή βάση δεδομένων, όπου καταχωρούνται συνεχώς μοτίβα συμπεριφορών και στοιχεία χαρακτήρων. Είναι η δική μου δυσλειτουργία, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Οι χαρακτήρες μου ήρθαν και μου διηγήθηκαν τη ζωή τους, ένας -ένας με τη σειρά του και σιγά- σιγά, να μην τρομάξω. Γράφτηκε ακριβώς με τη σειρά που παρατίθεται στην τελική του μορφή. Και κονταροχτυπήθηκα με την ηρωίδα μου για το τέλος. Εκείνη με πήγε στο τέλος που έκρινε δίκαιο. Και τώρα βλέπω πόσο δίκιο είχε.
Η Αριάδνη, ένα κορίτσι της σύγχρονης εποχής όπου η τεχνολογία κυριαρχεί, συναντά έναν άνθρωπο που τη συγκινεί μα δεν είναι όλα ρόδινα στην σχέση τους. Έτσι ξεκινά το ταξίδι της αυτογνωσίας και της αναζήτησης του έρωτα, της ηρωίδας σας. Μιλήστε μας για την Αριάδνη.
Η Αριάδνη έχει κι εκείνη λίγο πολύ την άποψη που πλασάρει η εποχή μας για τις σχέσεις : ο έρωτας έρχεται σε ροζ περιτύλιγμα, σ’ αγαπώ-μ’ αγαπάς και όλα κυλάνε πάνω σε κινηματογραφικά ρόδα και σεντόνια σατέν. Κι όταν αυτό δε συμβεί μαγικά, θα πει πως αυτός δεν ήταν “ο ένας”, τραβάμε ένα χ και πάμε παρακάτω. Στην πορεία θα δει πιο έξω από το κουτί. Στην πορεία θα δει κι άλλα πράματα, θα μάθει να εστιάζει και πιο έξω από το εγώ της, θα κρατήσει στις παλάμες της το κουβάρι και θα ζητήσει να βγει στο φως. Κι επειδή είναι καλό παιδί, θα μας βγάλει στο φως κι εμάς- αν είμαστε κι εμείς καλά παιδιά.
Στις μέρες μας ανθούν τα social media και επιτρέπουν στον συγγραφέα να επικοινωνήσει με τους αναγνώστες. Ο γνωστός συγγραφέας Τζόναθαν Φράνζεν όμως έχει πει ότι η διάσπαση προσοχής που προκαλούν τα social media και ο εθισμός είναι εξαιρετικά εχθρικοί για έναν συγγραφέα. Η δική σας άποψη;
Ω, σας μιλάει ένας άνθρωπος εθισμένος στο διαδίκτυο, που αδυνατεί να διαβάσει, λόγω διάσπασης προσοχής. Ν’ αγιάσει το στόμα του του χριστιανού, μια χαρά τα λέει. Και η πανδημία ήρθε ως ο γάιδαρος που έφαγε το κλήμα το στραβό. Έχω μια φρικτή υποψία ότι ο τρίτος παγκόσμιος θα ξεκινήσει κάποια μέρα που λόγω σφοδρής ηλιακής καταιγίδας θα καταρρεύσει παντελώς το ίντερνετ.
Ποια πιστεύετε ότι θα είναι η τύχη του έντυπου βιβλίου σε σχέση με το ηλεκτρονικό;
Η χαρά του να κρατάς στο χέρι ένα “ζωντανό” βιβλίο, να νιώθεις αυτή τη μυρωδιά του καινούργιου χαρτιού, να το ακούς να θροΐζει καθώς γυρίζεις τις σελίδες του, δε μπορεί να αντικατασταθεί από μια οθόνη- οι φανατικοί βιβλιόφιλοι νομίζω θα συμφωνήσουν μαζί μου. Όμως φοβάμαι πως η ζωή προχωρεί χωρίς να μας ρωτάει. Και τα τελευταία χρόνια μάλιστα, όλο και πιο γρήγορα. Δεν υπάρχει χώρος πουθενά για ρομαντισμούς, αν θέλουμε να βλέπουμε την πραγματικότητα. Τα ηλεκτρονικά βιβλία ήρθαν για να μείνουν. Κάποτε δε μπορούσαμε να διανοηθούμε τον κυριακάτικο πρωινό καφέ χωρίς να μουτζουρώσουμε παλάμες και δάχτυλα με μελάνι εφημερίδας. Τώρα τα χέρια μας παραμένουν καθαρά και θαμπώνουν τα μάτια μας από τις οθόνες. Καιρός φέρνει τα λάχανα.
Το «Ύψιλον της λύπης» είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα. Υπάρχει κάποιο είδος λογοτεχνίας που δε θα σκεφτόσασταν ποτέ να ασχοληθείτε και γιατί;
Δε μου αρέσουν οι αποκλεισμοί και η λέξη “ποτέ”, η ζωή μου έχει αποδείξει ότι είναι λάθος και τα δυο. Αν μου έρθει η όρεξη να ασχοληθώ με κάποιο είδος, με το οποίο εκ των πραγμάτων δε μπορώ να ασχοληθώ επειδή μου λείπουν τα απαραίτητα προσόντα, θα προσπαθήσω να τα αποκτήσω – ναι, τέτοιο μουλάρι είμαι.
Πόσο σημαντικό είναι για εσάς το εξώφυλλο, η περίληψη του οπισθόφυλλου και ο αντιπροσωπευτικός τίτλος για ένα βιβλίο και ποια ήταν τα συναισθήματα της έκδοσης του πρώτου σας βιβλίου, τώρα που το βλέπετε τυπωμένο να κοσμεί τις προθήκες των βιβλιοπωλείων;
Ζούμε στον καιρό όπου η εικόνα είναι το μέσο, είτε μας αρέσει, είτε όχι. Κι όποιος μπαίνει στην αγορά, οφείλει να σέβεται τους όρους της. Το περιτύλιγμα λοιπόν δε μπορεί παρά να είναι πολύ σημαντικό. Στο κάτω-κάτω είναι απόλυτα ανθρώπινο να απαιτείται συμπίεση της πληροφορίας ως διευκόλυνση, τη στιγμή που ο ανθρώπινος εγκέφαλος βομβαρδίζεται ανηλεώς με πληροφορία από παντού. Και δεν είναι απλή ή παρακατιανή ιστορία το περιτύλιγμα, άνθρωποι το σπουδάζουν για χρόνια προκειμένου να αφομοιώσουν την τεχνογνωσία του.
Το δημιουργικό τμήμα των εκδόσεων Ψυχογιός έχει κάνει δουλειά εξαιρετική, -επιτρέψτε μου να το πω ως η μαμά κουκουβάγια για το μωρό της- και το συναίσθημα όταν βλέπω το βιβλίο μου στις βιτρίνες είναι δύσκολο να χωρέσει σύντομα σε λόγια: είναι και νωρίς σχετικά, δεν το έχω καλοπιστέψει ακόμη!
Είναι η συγγραφή ένας μοναχικός δρόμος, ένας τρόπος για να δημιουργήσουμε μέσα μας νέες ιδέες και να έρθουμε σε επαφή με τη γνώση μιας ολόκληρης εποχής για να κατανοήσουμε καλύτερα, εν τέλει, και τον εαυτό μας;
Η συγγραφή είναι μονόδρομος για όσους γράφουν. Όπου κι αν πας, δε θα της κρυφτείς. Δε γίνεται να μη γράφεις. Δεν είσαι καλά αν δε γράφεις. Και για μένα τουλάχιστον πάντα ήταν ο μόνος τρόπος να ησυχάζω το μυαλό μου βάζοντας σε τάξη τις σκέψεις μου. Είμαι πολύ πιο οργανωμένη όταν γράφω παρά όταν μιλάω. Και πάντα στο γράψιμο μου βγαίνουνε σκέψεις που δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι γύριζαν μέσα μου. Γράφοντας το “Ύψιλον Της Λύπης” διάβασα και έμαθα πολλά πράγματα, άλλα μπήκαν στο βιβλίο, άλλα όχι. Έμαθα όμως πρώτα και πάνω από όλα ότι μπορώ. Μπορώ να κάνω πράματα που νόμιζα ότι δε μπορούσα. Και κυρίως, να μη φοβάμαι να τολμήσω.
Ίσως είναι λίγο νωρίς, αλλά ετοιμάζετε κάτι επόμενο; Και αν ναι, θα θέλατε να μας πείτε δυο λόγια;
Είναι πράγματι νωρίς κι εγώ είμαι άνθρωπος που δεν αγαπά τα μακροπρόθεσμα σχέδια. Για την ώρα θέλω να παρατηρήσω την Αριάδνη μου να περπατά στον έξω κόσμο, τί να κάνω, είμαι η μαμά της και νιώθω όπως όλες οι μαμάδες όταν το βλαστάρι τους πρωτοξεπορτίζει μόνο του: περηφάνεια, αλλά και λίγη ανομολόγητη ανησυχία.
Κλείνοντας, αφού σας ευχαριστήσουμε, τι θα θέλατε να πείτε εσείς για το έργο σας, στους αναγνώστες;
Πως δε φιλοδόξησα να πω λόγια μεγάλα. Δε μπορώ κιόλας. Αυτό που θέλησα, ήταν να πω μια χορταστική ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, όπως αυτές οι μεστές ιστορίες που μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας. Μια ιστορία που θα πάρει τον αναγνώστη της από το χέρι, θα τον πάει ένα μεγάλο ταξίδι κι ύστερα θα τον επιστρέψει και πάλι στο παρόν του, δίχως αυτός να νιώσει ότι τον κορόιδεψαν και του έκλεψαν τσάμπα το χρόνο του. Αν το έχω πετύχει, είμαι χαρούμενη. Σας ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία και την ωραία κουβέντα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου