Η φεμινίστρια Σιμόν ντε Μποβουάρ (1908 – 1986)
Γράφει η Μαριέττα Αυγερινού
Η Σιμόν Λισί Ερνεστίν Μαρί Μπερτράν
ντε Μποβουάρ (Simone-Lucie-Ernestine-Marie Bertrand de Beauvoir), όπως ήταν
ολόκληρο το όνομά της, γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1908 στο Παρίσι, στους
κόλπους μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας. Με
τον αριστοκρατικής καταγωγής πατέρα της να είναι ένας συντηρητικός δεξιός -αν
και άθεος- δικηγόρος που δούλευε για το κράτος και τη μητέρα της γόνο
ευκατάστατης αστικής οικογένειας και βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα. Οι
συντηρητικές απόψεις του πατέρα της, η αστική καταγωγή του και η θρησκευτική
ανατροφή που επιδίωξε η μητέρα να δώσει στη νεαρή Σιμόν θα γίνουν αντικείμενο
σφοδρών ενδο-οικογενειακών αντιπαραθέσεων ήδη από νωρίς, με την αντισυμβατική
κόρη να εντρυφεί από μικρή στην τεράστια οικιακή βιβλιοθήκη. Η
Σιμόν, αντίθετα από τη μικρότερη αδελφή της, ήθελε να γίνει δασκάλα και
συγγραφέας από μικρή, θεωρώντας πως ο ρόλος της συζύγου και της μητέρας δεν
ήταν για εκείνην: ασφυκτιεί, λοιπόν, στο συντηρητικό καθολικό πλαίσιο του
ιδιωτικού σχολείου θηλέων που φοιτά, στο οποίο θα παραμείνει μέχρι τα 17 της.
Αφού έλαβε τη βασική μόρφωση σε
ιδιωτικά σχολεία, σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη, όπου συνάντησε τον
συμφοιτητή της Ζαν Πολ Σαρτρ (1905-1980), με τον οποίο δημιούργησε μία ελεύθερη
σχέση, που κράτησε σε όλη τους τη ζωή. Όταν το 1931 ο Sartre
θα τη ζητήσει να παντρευτούν η Μποβουάρ θα μείνει πιστή στις αρχές της και θα
αρνηθεί. «Ο γάμος είναι περιορισμός, αστικοποίηση, αλλά και θεσμοθετημένη
παρέμβαση του κράτους στην ιδιωτική ζωή των πολιτών», λέει η ίδια.
Έπειτα από
μία σειρά σπουδών αλλά και ουσιαστικής εμπέδωσης της φιλοσοφίας, η Σιμόν ντε
Μποβουάρ ξεκινάει επαγγελματικά πλέον στον χώρο της εκπαίδευσης. Σύντροφος του
πλέον γνωστού ευρωπαίου φιλοσόφου Σαρτρ, εγκαταλείπει όπως κι εκείνος στο τέλος
το επάγγελμα αυτό προκειμένου να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην λογοτεχνία. Τα
πρώτα της δοκίμια τοποθετούνται λογοτεχνικά στο κίνημα στο οποίο πρωτοστατεί ο
Σαρτρ. Θέματα πιο προσωπικά, αν και χαρακτηριστικά του ευρύτερου κινήματος του
υπαρξισμού, μας παραδίδονται από εκείνη σε έργα φαντασίας∙ ιδίως το μυθιστόρημα
Η καλεσμένη (1943), στο οποίο
παρουσιάζεται μία νέα, έως τότε, εικόνα για την γυναίκα.
Από το 1931
έως το 1943 δίδαξε φιλοσοφία στη μέση εκπαίδευση και τον Οκτώβριο του 1945
εξέδωσε μαζί με τον Σαρτρ το μηνιαίο περιοδικό λογοτεχνικής και πολιτικής
κριτικής «Temps Modernes» («Μοντέρνοι Καιροί»), με τον τίτλο του δανεισμένο από
την ομώνυμη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν. Πέθανε από πνευμονία στις 14 Απριλίου
του 1986 και θάφτηκε πλάι στον Σαρτρ στο Κοιμητήριο του Μονπαρνάς του Παρισιού.
Ένα μεγάλο
μέρος του συγγραφικού της έργου είναι αφιερωμένο σε αυτοβιογραφικά κείμενα, που
εκτός από το προσωπικό ενδιαφέρον, αποτελούν ένα πορτρέτο της πνευματικής ζωής
της Γαλλίας, από τη δεκαετία του '30 έως τη δεκαετία του '70 («Αναμνήσεις ενός
καθωσπρέπει κοριτσιού», Η δύναμη της ζωής», «Η δύναμη των πραγμάτων»). Η ντε
Μποβουάρ ενδιαφέρθηκε ακόμη και για το ζήτημα των γηρατειών. Το βιβλίο της
«Ένας πολύ γλυκός θάνατος» (1964) αναφέρεται στο θάνατο της μητέρας της σ’ ένα
νοσοκομείο του Παρισιού. Το 1981 έγραψε το βιβλίο «Η τελετή του
αποχαιρετισμού», ένα γεμάτο πόνο απολογισμό των τελευταίων χρόνων του Σαρτρ.
Στην εργογραφία της περιλαμβάνονται, ακόμη, ταξιδιωτικά δοκίμια για την Κίνα
και την Αμερική.
Η φεμινιστική
σκέψη της Μποβουάρ βρίσκεται σε πλήρη άνθιση στο δοκίμιο που έγραψε το 1949 με
τίτλο Το Δεύτερο Φύλο, μία δεσποτική
μελέτη πάνω στις διάφορες όψεις της γυναικείας αλλοτρίωσης. Τη δεκαετία
του '60 το βιβλίο αυτό θεωρήθηκε ένα από τα κλασικά έργα της φεμινιστικής
λογοτεχνίας και βρισκόταν για πολλά χρόνια στη λίστα του Βατικανού με τα
απαγορευμένα βιβλία (Index Librorum Prohibitorum). Η ντε Μποβουάρ στο έργο της
αυτό υποστηρίζει ότι τα βασικά δικαιώματα του ατόμου πρέπει να στηρίζονται στην
ισότητα δικαιωμάτων του άνδρα και της γυναίκας. Αυτά θεμελιώνονται στην κοινή
δομή της ύπαρξής τους, ανεξάρτητα από τη σεξουαλικότητά τους. Το έργο της αυτό,
αν και από τα πρώτα της δοκίμια, θεωρήθηκε η βίβλος του φεμινισμού.
Σύμφωνα με
την συγγραφέα, στο Δεύτερο Φύλο, η
γυναίκα – τεκνοποιός υπήρξε υποταγμένη από την αρχαιότητα στον άντρα – τεχνίτη,
σε εκείνον που κατασκεύαζε αντικείμενα ενώ η γυναίκα απλώς τεκνοποιούσε. Η πιο
μεγάλη νίκη των ανδρών υπήρξε αναμφίβολα η ιδέα τους να καλλιεργήσουν και κατ’
επέκταση να επιβάλλουν στις γυναίκες την πεποίθηση πως το γυναικείο φύλο ήταν
συνδεδεμένο με ένα πεπρωμένο μη αναστρέψιμο. Εκείνο της μητρότητας. Ακόμη, ως
υπαρξίστρια, αποδέχεται την αρχή πως η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Επομένως, γράφει
η Μποβουάρ, «δεν γεννιόμαστε γυναίκες∙ γινόμαστε». Υποστηρίζει πως δια μέσου
της ιστορίας οι γυναίκες έχουν θεωρηθεί ως η παρέκκλιση, η ανωμαλία. Η Μπoβουάρ
λέει πως αυτή η στάση έχει κρατήσει πίσω τις γυναίκες διατηρώντας την αντίληψη
πως οι γυναίκες είναι η παρέκκλιση από το κανονικό, ότι είναι παρείσακτες που
προσπαθούν να εξομοιωθούν με την “κανονικότητα”. Η γυναίκα, ως υποκείμενο μίας
κατώτερης συνθήκης, δημιουργείται από το μηδέν μέσα από την εκπαίδευση και την
γενικότερη μόρφωσή της. Το Δεύτερο Φύλο της
Μποβουάρ κάλεσε τις γυναίκες να μιλήσουν και να σκεφτούν όχι μόνο την γυναικεία
υπόθεση αλλά και την ανθρώπινη∙ εν
συντομία, να απαρνηθούν αυτήν την αιώνια διαφορά στην οποία οι άντρες για τόσο
καιρό τις είχαν εγκλωβίσει.
Το Δεύτερο Φύλο, αν
και το έγραψε στο ξεκίνημα σχετικά του λογοτεχνικού της έργου, αποτέλεσε ένα
από τα σημαντικότερα έργα της και ένα ορόσημο για το φεμινιστικό κίνημα.
Από το
λογοτεχνικό της έργο, το οποίο μπολιάζει με τις ιδέες του Υπαρξισμού, ξεχωρίζει,
επίσης, και το μυθιστόρημά της οι «Μανδαρίνοι» (1954), το οποίο κέρδισε το
βραβείο Γκονκούρ και με το οποίο γίνεται διάσημη στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
Αναφέρεται στην προσπάθεια μιας ομάδας διανοουμένων μετά τον πόλεμο να
εγκαταλείψουν την κοινωνική θέση των «μανδαρίνων» (της μορφωμένης ελίτ) και να
αναλάβουν πολιτική δράση. Πρόκειται για μία ολοκληρωμένη μαρτυρία πάνω στα
πνευματικά ήθη της εποχής, πάνω στις αιώνια επαναλαμβανόμενες συζητήσεις με
τους κομμουνιστές.
Θα πρέπει να
τονιστεί πως η ντε Μποβουάρ ήταν αρκετά ευέλικτη ως συγγραφέας. Ήταν εξίσου
ικανή ως φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος, πολιτική θεωρητικός, δοκιμιογράφος, καθώς
και ως βιογράφος. Μετά το θάνατό της, η ντε Μποβουάρ έγινε αποδέκτης
εξαιρετικού θαυμασμού και επαίνων, όχι μόνο εξαιτίας της αυξανόμενης αποδοχής
του φεμινισμού στον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά και λόγω της αυξανόμενης κατανόησης
της επιρροής που είχε στο αριστούργημα του Σαρτρ Το Είναι και Το Τίποτα.
Χωρίς αμφιβολία είναι μία από τους μεγαλύτερους Γάλλους στοχαστές σε ολόκληρη
την ιστορία. Η Μποβουάρ θεωρήθηκε η μητέρα του φεμινισμού, με φιλοσοφικά γραπτά
που συνδέθηκαν, αν και ήταν ανεξάρτητα, με τον Σαρτριανό υπαρξισμό. Μάρτυρας
και ιστοριογράφος του υπαρξισμού, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, με την ουδέτερη και
κομψή γραφή της, βγάζει στο φως όλες τις αντιφάσεις των διανοούμενων της εποχής
της.
Το άρθρο της Μαριέττας Αυγερινού δημοσιεύθηκε στο Λογοτεχνικό Περιοδικό "ΚΛΕΨΥΔΡΑ" ΤΕΥΧΟΣ 10, ΜΑΙΟΣ 2016.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου