«Χαμένοι στη Νάπολη» Heddi Goodrich – Eκδόσεις Κλειδάριθμος
… Ένιωσα ένα παγωμένο αεράκι, ποτισμένο με μυρωδιά ψαριού, αρμύρας και πετρελαίου. Ήταν το άρωμα του κόλπου της Νάπολης. Κάτω από τα πόδια μου μέχρι τη θάλασσα η πόλη έλαμπε κι ανάμεσα στις κίτρινες αλυσίδες με τα λαμπιόνια, φωτεινές κουκκίδες στραφτάλιζαν σαν πέρλες· ήταν οι κουζίνες που δεν είχαν σβήσει ακόμα. Η Νάπολη δεν κοιμόταν στ’ αλήθεια ποτέ. Ακόμα και μες στη νύχτα λάμπες φθορισμού φώτιζαν, με το οικονομικό και αντιαισθητικό τους φως, τα μέλη κάποιας οικογένειας που ξύπνια ακόμα χτυπούσαν τα χέρια στο τραπέζι της κουζίνας, ποιος ξέρει πάνω σε ποιον καβγά, σε ποια ατάκα ή σε ποια εξομολόγηση. Κι εμένα αυτά τα λευκά φώτα με μαγνήτιζαν σαν νυχτοπεταλούδα. Αν μπορούσα, σκέφτηκα, θα πετούσα ως εκεί, για να τρυπώσω από το παράθυρό τους. Θα έμενα μέσα χωρίς να κάνω τον παραμικρό θόρυβο, θα γινόμουν ένα με την ταπετσαρία, επιχειρώντας να ενώσω τις θραυσματικές τους φράσεις σε μια αφήγηση που θα έβγαζε νόημα.
Ακούστηκε το σφύριγμα μιας σειρήνας. Ποιος ξέρει από ποιο καράβι να προερχόταν: Μέσα στην απόλυτη σκοτεινιά του κόλπου, αν δεν υπήρχαν εκείνα τα ένωσε τις τελίτσες φώτα, τα φορτηγά πλοία θα ήταν αόρατα. Ήταν μια από εκείνες τις σπάνιες καθάριες νύχτες, και χωρίς το φεγγάρι δεν θα φαινόταν ούτε το ηφαίστειο. Μοναδική ένδειξη της παρουσίας του ήταν τα φωτισμένα σπίτια που σκιαγραφούσαν το περίγραμμά του μέχρι εκεί που τολμούσαν. Είχε περάσει πια μισός αιώνας που ο Βεζούβιος δεν είχε βγάλει άχνα, όμως εγώ τον κοίταζα μέσα από το μαύρο παραπέτασμα της νύχτας και προσπαθούσα να τον φανταστώ ζωντανό, σε μια άλλη εκδοχή του, όπου θα έφτυνε φωτιές όπως σε τόσες και τόσες ελαιογραφίες του δέκατου ένατου αιώνα…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου