Συνέντευξη Μαρία Σεβαστιάδου

     Η Μαρία (Μανίνα) Σεβαστιάδου γεννήθηκε στην Πάτρα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών – όπου άφησε σε ακροσφαλή εκκρεμότητα το μεταπτυχιακό της στη γλωσσολογία- και έκτοτε ζει στην Αθήνα. Εργάζεται από το 2008 ως επιμελήτρια εκδόσεων. Ποιήματά της από έναν μακρύ κατάλογο ανέκδοτης ακινδυνότητας έχουν συμπεριληφθεί κατά καιρούς σε δημιουργικά ανάλεκτα. Μέσα σε ένα κλίμα έκφρασης που αποκαλεί «ποιητική πρόζα», επελαύνει στην πεζογραφία με δεκατρείς παράξενες ιστορίες – μια φρέσκια νότα λογοτεχνικής έμπνευσης με άρωμα ενήλικης παιδικότητας.

Σήμερα, φιλοξενούμε τη συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του έργου της από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, με τίτλο Ιστορίες της ερευνήτριας Νίνας Σίγμα και υπότιτλο  Δεκατρία περιπλανώμενα διηγήματα.

 

 

Πώς εμπνευστήκατε τις Ιστορίες της ερευνήτριας Νίνας Σίγμα και τι μεσολάβησε από τη σύλληψη της ιδέας της συλλογής διηγημάτων σας έως την έκδοσή τους από τις Εκδόσεις Κέδρος;

     Οι ιστορίες ξεπήδησαν από μια προσωπική ανάγκη έκφρασης που γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Έφτασε να γίνει επιτακτική για να συναποφασίσουμε να «εκτεθούμε» σε άγνωρα μονοπάτια. Η χρήση του πληθυντικού δεν είναι παρολίσθημα της γλώσσας, καθώς έτσι τις αντιμετωπίζω: σαν ζωντανό οργανισμό. Πέρασε καιρός ώσπου να γίνει πράξη η επιθυμία να σκαρφαλώσουμε από την ασφαλή μήτρα της έμπνευσης στον άγνωστο κόσμο της πράξης. Το διάστημα που μεσολάβησε, οι ζυμώσεις άρχισαν να σκαρώνουν κάτι που έπαιρνε λίγο λίγο μορφή. Αισθάνομαι πως τα διηγήματα ήταν μια σπερματική οντότητα η οποία δε βιάστηκε να δει το φως της ζωής. Μπόλιαζε σιγά σιγά τη δύναμή της, και όταν βεβαιώθηκε ότι έθρεψε τον απαραίτητο χρόνο, εμφύσησε ζωή στα λόγια που θα την έφερναν στο φως. Έτσι, μόλις και οι δύο πλευρές νιώσαμε έτοιμες να αφηγηθούμε την ιστορία μας, πήραμε τη βαλίτσα με τη φρέσκια ζωή που σπαρταρούσε από λαχτάρα να μιλήσει και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας για να βρούμε φιλόξενο αποδέκτη. Για καλή μας τύχη, η περιπλάνηση των διηγημάτων περιορίστηκε στις σελίδες του βιβλίου. Τα αποθέσαμε στην υποδεκτική αγκαλιά των Εκδόσεων Κέδρος, που αντιμετώπισαν την αγωνία τους με ανόθευτη τρυφερότητα και οργάνωσαν το ταξίδι που αυτά επιθυμούσαν, με όλες τις απαραίτητες επιμέρους στάσεις για τις μικρές ανάπαυλες.

Είστε φιλόλογος και εργάζεστε ως επιμελήτρια εκδόσεων βιβλίων. Σε ποιον βαθμό οι ιδιότητες αυτές σας οδήγησαν στη συγγραφή;

     Δεν ξέρω αν είναι οι ιδιότητές μου που με οδήγησαν στον συγγραφικό δρόμο ή το αντίστροφο. Έχω μια σχεδόν ακατανίκητη βεβαιότητα ―με όλο το ειδικό βάρος που συνδηλώνει η λέξη―, η οποία κομπάζει μέσα μου την ακεραιότητά της, πως η συγγραφή είχε αποφασίσει το μέλλον μου ήδη προτού γεννηθώ. Πασπαλίστηκε στην κούνια μου ένα βράδυ σαν δώρο από τις Μοίρες, που τρύπωσαν στην γενναιόδωρα ήσυχη αδράνεια και έγραψαν στα κιτάπια τους τι (προ)όριζαν να καταθέσει ως συμβολή στον κόσμο η ψυχή μου.

Ποια τα συναισθήματά σας κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου αλλά και τώρα, που το βλέπετε τυπωμένο να κοσμεί τις προθήκες των βιβλιοπωλείων;

     Όσο καιρό γράφονταν οι ιστορίες ―καθόλου τυχαία η επιλογή της παθητικής φωνής, καθώς παραμένει αδιευκρίνιστο αν τις έγραφα η ίδια ή αν οι ιστορίες έγραφαν τον εαυτό τους ―, ένιωθα να με κατακλύζει μια πρωτόγνωρη ευφορία κάθε φορά που τις ξανασυναντούσα στο χαρτί. Επειδή ναι μεν η μαγιά τους υπήρχε, αλλά δεν άρθρωσαν όλες την «ατομική» τους φωνή την ίδια περίοδο. Ήταν μια αίσθηση σαν να συστηνόμασταν εκ νέου, αφού πέρασαν από τον κυκεώνα δειλών σχεδιασμάτων και πληθώρας άτεχνων σχεδιασμών ώσπου να αποκτήσουν τον προσωπικό τους χαρακτήρα. Βλέποντάς τες πια μεγαλωμένες και ώριμες, νιώθω συγκινημένη και περήφανη που κατορθώσαμε από κοινού να ντύσουμε με λόγο την ουσία τους. Χαίρομαι που τελικά άκουσα τη συμβουλή τους. Ωστόσο, είτε τυπωμένες είτε όχι, οι ιστορίες μιλούσαν πάντα μέσα μου. Απλώς τώρα τους δόθηκε η ευκαιρία να αφηγηθούν την εμπειρία τους και σε άλλα γόνιμα αυτιά.

Πώς θα παρουσιάζατε εσείς το βιβλίο σας στο αναγνωστικό κοινό; Τι θα θέλατε να κρατήσει ο αναγνώστης από αυτό, κλείνοντας την τελευταία σελίδα του;

     Το βιβλίο αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας προσωπικής διάθεσης να γράψω κάτι που θυμίζει παραμύθι, δοσμένο ίσως με έναν εξίσου υπερβατικό, αλλά κάπως «αποχαρακτηρισμένο» τρόπο, ώστε να προσελκύσει και πιο εξασκημένα μάτια. Αν και το παραμύθι ως ειδολογική ταυτότητα και ως περιεχόμενο είναι «συνώνυμο» της παιδικής ψυχής ―που υπαγορεύει το ύφος του― και ξορκίζεται ήδη από τη στιγμή που κάνουμε το άλμα της ενηλικίωσης, θέλησα να προσφέρω μια έκφανσή του που μπορεί να έχει ευρύτερη απεύθυνση. Έτσι, παρότι οι ιστορίες ξεδιπλώνονται μέσα από την πένα μιας ενήλικης ερευνήτριας, οι πρωταγωνιστές είναι άλλοτε παιδιά και άλλοτε ζώα, ενώ κάποιες φορές, όταν αυτό εξυπηρετεί την προώθηση του μύθου, ακόμα και προσωποποιημένα άψυχα αντικείμενα. Με τους ψυχωμένους ήρωες λοιπόν να «ξιφουλκούν» μεταξύ ενός ηλικιακού φάσματος με μεγάλο εύρος, άλλοι ανέτοιμα ανδρωμένοι και άλλοι ώριμα έφηβοι, σχεδόν σαν αχρονικοί χαρακτήρες ή δρώντα που αγνοούν επιδεικτικά τον δυναστικό χρόνο, δεν ήθελα να αποκλείσω καμία αναγνωστική κατηγορία, καθώς επιθυμούσα να μπορεί να διαβαστεί από «παιδιά» όλων των ηλικιών. Η πρόθεσή μου δεν ήταν ηθικοπλαστική, αλλά ψυχαγωγική. Επιθυμώντας να προκαλέσω ένα ξεχασμένο σκίρτημα μέσα μας, κάτι σαν ακούσιο σπασμό που υποδηλώνει αναθύμηση της παιδικότητάς μας, περισσότερο συστήνω στους αναγνώστες μια ψυχογραφική ακτινογραφία των ηρώων όλου του κόσμου: των ίδιων.

Πόση έρευνα απαιτήθηκε για να γραφτεί αυτό το βιβλίο;

     Το στοίχημα με τον εαυτό μου ήταν να γραφτεί ένα βιβλίο με άρωμα παραμυθιού και γεύση ενήλικης παιδικότητας. Αλλά για να γίνει η ιδέα ελκυστική πρωτίστως στο συγγραφικό μάτι, γεννήθηκε η ερευνήτρια Νίνα Σίγμα, η πολύπειρη συλλέκτρια των περιπλανώμενων ιστοριών από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Έτσι προέκυψαν τα εισαγωγικά και επιλογικά σημειώματα σε κάθε ιστορία, από μια ανάγκη να εισαχθεί ο αναγνώστης σε έναν κόσμο που μοιάζει φανταστικός, αλλά έχει και μια επίφαση αληθοφάνειας. Τα πραγματολογική στοιχεία στα εν λόγω σημειώματα παιχνίδισαν σε έναν αμφιβαρή αγώνα με την ιστορική ετερότητά τους που τα καθιέρωσε, και η απόφαση στοιχήθηκε υπέρ μιας λύσης που θύμιζε περισσότερο μύθο. Έτσι, ονόματα σκονισμένα και σχεδόν ξεχασμένα, που όμως συντηρούν ακέραια τεκμήρια αλήθειας, πήραν τη θέση των γνωστών ονομάτων με τα οποία παρελαύνουν στη βιβλιογραφία μετά από άοκνη έρευνα, που εξασφάλισε τεκμήρια της αξιοπιστίας της στο επίμετρο του βιβλίου.

Πιστεύετε ότι είναι σημαντικό να τυλίγεται στην αχλή ενός προσωπικού μύθου ένας συγγραφέας αλλά και το δημιούργημά του;

     Κάθε συγγραφέας χτίζει γύρω του, ενίοτε απρόθετα, έναν προσωπικό μύθο που τον ακολουθεί όπως η ουρά τους διάττοντες αστέρες, αλλά αυτό δεν πρέπει να επιτάσσει τον βαθμό της αυθεντικότητας του ίδιου και το ύφος του έργου του. Κάποιες φορές, βέβαια, συμβαίνει να συμμορφώνεται αναγκαστικά, να χειραγωγείται, με κάποιον τρόπο, προκειμένου να υποστηρίξει αυτό τον μύθο. Αλλά ο συγγραφέας οφείλει να αξιοποιεί τον μύθο, όχι να προσπαθεί να χορτάσει την ακόρεστη διαδικασία της μυθοποίησης. Η αναγωγή ενός ονόματος στη σφαίρα του μύθου δεν είναι αυτοσκοπός της συγγραφικής έκφρασης. Η γραφή δεν πρέπει να είναι στρατευμένη σε ευτελείς επιδιώξεις. Ωστόσο, ας μη δαιμονοποιούμε τον μύθο, καθώς συνιστά κινητήρια δύναμη για τον συγγραφέα, ένα στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ. Ο συγγραφέας πρέπει να μπορεί να συμβιβάζει δύο θεωρητικά αντίθετες αρχές: τη γείωση και την απογείωση. Η πρώτη αφορά τον ίδιο ως πρόσωπο και τον συνδέει με τον χειροπιαστό κόσμο, και η δεύτερη αφορά το δημιούργημά του, που μας συστήνει τον κόσμο της φαντασίας. Ο συγγραφέας είναι ο διάμεσος, αυτός που αφηγείται την ιστορία ανάμεσα στις δύο αλληλοσυμπληρούμενες έννοιες. Και αυτό οδηγεί την πένα και συνιστά τη βάση για κάθε οικείωση. Ο συγγραφέας οφείλει να είναι ημιπερατά ορατός, ώστε να αποτελεί τον σύνδεσμο μεταξύ αναγνώστη και αναγνώσματος.

Το βιβλίο σας είναι μια συλλογή διηγημάτων. Σας γοητεύει η μικρή φόρμα, θα συνεχίσετε σε αυτή ή σκέφτεστε ήδη τη μεγάλη φόρμα;

     Η μικρή φόρμα είναι ένας πρόσφορος τρόπος να εκφραστεί κανείς αποφεύγοντας τον σκόπελο της νοηματικής χαλάρωσης. Ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι δεν ενέχει δυσκολίες και κινδύνους, που χάσκουν αδηφάγα κάτω από κάθε κείμενο σε πλήρη ετοιμότητα. Παρ’ όλα αυτά, επειδή πρόκειται για συμπυκνωτικό, «συμπεριληπτικό» λόγο, είναι πιο εύκολο να αναδείξει ένα έργο την αξία του ακριβώς επειδή είναι ευσύνοπτο. Η μικρή φόρμα είναι ένα είδος «ποιητικής πρόζας», όπως τη χαρακτηρίζω, ή πεζογραφήματος με νότες ποιητικότητας. Ως μια χώρα που γαλούχησε σπουδαίους διηγηματογράφους, οφείλουμε σεβασμό σε αυτό το λογοτεχνικό είδος, το οποίο, αν και δεν έχει αυστηρά όρια, εμπεριέχει τον κίνδυνο της υπερσυμπύκνωσης. Στα σχέδιά μου συμπεριλαμβάνεται και το μυθιστόρημα, αλλά αγαπώ αρκετά το διήγημα ώστε να μην το ορφανέψω από έναν ακόμα διάκονο.

Στο ταξίδι της συγγραφής, ποιοι θα λέγατε ότι αποτέλεσαν τις συγγραφικές σας αναφορές;

     Τα διαβάσματά μου από τότε που ήμουν μικρή ήταν ποικίλα και συχνά είχαν μεγαλεπήβολα σχέδια που δε χωρούσαν ακόμη στην κατανόησή μου ή στον βαθμό μου αφομοίωσης του κόσμου της γραφής. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να διαβάζω Καζαντζάκη στα δεκατρία μου και να δυσκολεύομαι να αντιληφθώ τα βαθύτερα νοήματα. Πέρα από τον Καζαντζάκη, που, αν και δυσνόητος τότε, τον αγάπησα για την αβίαστη εμφύτευση του ζιζάνιου μέσα μου, βυθίστηκα στη λογοτεχνική πλοκή του Λουντέμη και του Καρκαβίτσα, λάτρεψα τον Βιζυηνό, συγκινήθηκα με τον Μαλό και τον Χεμινγουέι, εκτίμησα τον Τσέχοφ, τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι. Και όχι μόνο. Αλλά εκείνοι που έφεραν τα πάνω κάτω στην αναγνωστική μου ζωή και συνέβαλαν στο να φουσκώσει μέσα μου η παλιρροϊκή δύναμη της γραφής ήταν ο Πόε και ο Μπόρχες, που συγκλόνισαν τον μικρόκοσμό μου και ξάφνιασαν την ψυχή μου.

Γλώσσα, χαρακτήρες, πλοκή. Τι μετρά περισσότερο, κατά τη γνώμη σας, στη μικρή φόρμα;

     Στη συνείδησή μου, αναφορικά με τη λογοτεχνία, το τρίπτυχο αυτό είναι αδιάσπαστο και έχει άρρηκτα παραπληρωματική σχέση. Η γλώσσα ντύνει την πλοκή και στηρίζει τους χαρακτήρες, οι χαρακτήρες, ως απότοκα, εκπορεύονται από τη γλώσσα και εμπνέουν την πλοκή, και η πλοκή εκκινεί από τη γλώσσα για να δομήσει το περιβάλλον όπου θα ξεδιπλωθούν και θα δράσουν οι χαρακτήρες. Αλλά αν πρέπει να επιλέξω κάτι από τα τρία, αυτό θα ήταν η γλώσσα, για το ανερεύνητο βάθος της και το ηφαιστειακό της εκτόπισμα.

Κλείνοντας, αφού σας ευχαριστήσουμε, θα θέλατε να μας πείτε για τα μελλοντικά συγγραφικά σας σχέδια;

     Προς το παρόν απολαμβάνω τη χαρά των νεοφώτιστων ιστοριών μου, που ενηλικιώθηκαν και βγήκαν άδολα σεργιάνι στον κόσμο. Επειδή όμως τα συγγραφικά δαιμόνια είναι ατίθασα και αεικίνητα, μονίμως σε μια ενεργητική διάδραση με την ανικανοποίηση, ξύνουν ήδη με το νύχι τα μολύβια μου, παρατάσσοντάς τα έτοιμα για λογογραφικούς αγώνες και φρέσκιες δυνατότητες.

 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΚΛΗΡΩΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2024 [ update 28/1/24]*

Ενημέρωση για τους διαγωνισμούς της σελίδας μας στο fb

ΚΛΗΡΩΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ MAΡΤΙΟΣ 2024 [ update 18/3/24]*

H MEΓΑΛΗ ΓΙΟΡΤΙΝΗ ΜΑΣ ΚΛΗΡΩΣΗ/ GIVEAWAY ΣΕ FB & INSTAGRAM [update 5/1/24]*

ΚΛΗΡΩΣΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ* [Update 16/10/23]

Η 2η ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ Filanagnostis * [ UPDATE 9/7/23 ]

ΚΛΗΡΩΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2023 [Update 7/11/23]*

Η ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΚΛΗΡΩΣΗ του Filanagnostis * [update 30/6/23 Nικητές Κλήρωσης]

ΝΕΑ ΚΛΗΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ FILANAGNOSTIS [ update 23/10/23 ]

«Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ» του ΑΡΗ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗ που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ