Ο Βαγγέλης Γιαννίσης σε μια συνέντευξη στη Βιργινία Αυγερινού
Ο
Βαγγέλης Γιαννίσης μπήκε το 2014 στις βιβλιοθήκες των Ελλήνων αναγνωστών με το
πρώτο του μυθιστόρημα, Το μίσος, με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Άντερς
Οικονομίδη. Ακολούθησαν άλλα επτά βιβλία: Ο χορός των νεκρών, Το κάστρο, Η
σκιά, Η γυναίκα του Ίσνταλ, Αμαρόκ, Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173 το οποίο έχει μπει
πολλές φορές σε λίστες με τα best sellers των βιβλιοπωλείων, Ίνκουμπους, τα
πέντε με πρωταγωνιστή τον Ελληνοσουηδό επιθεωρητή, όλα από τις Εκδόσεις
ΔΙΟΠΤΡΑ.
Ο
Βαγγέλης Γιαννίσης, έχει μεταφράσει σημαντικά βιβλία της ξένης λογοτεχνίας, ενώ
αρθρογραφεί τακτικά για το true crime στο blog του. Τον Μάρτιο, κυκλοφόρησε το
νέο του έργο με τίτλο ”Ο άλλος αδερφός” και ήταν η αφορμή για τη συνέντευξη που
ακολουθεί και που πρόθυμα μας παραχώρησε ο συγγραφέας.
Βιργινία Αυγερινού Απρίλιος 2023
Από το
πρώτο σας έργο Το μίσος, που κυκλοφόρησε το 2014, έως το νέο σας έργο Ο άλλος
αδερφός, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα, παραμένετε πιστός στην
αστυνομική λογοτεχνία. Τι σας ώθησε στην αστυνομική λογοτεχνία;
Η ίδια η αστυνομική λογοτεχνία! Ξέρετε τη γνωστή φράση «Είμαστε ό,τι
τρώμε», που περιγράφει το ότι η υγεία μας εξαρτάται από τη διατροφή μας.
Αντίστοιχα, γράφουμε αυτό που διαβάζουμε. Το τι γράφουμε, εκτός από εξαιρετικά
σπάνιες περιπτώσεις, εξαρτάται άμεσα από αυτά που διαβάζουμε. Δεν μπορώ να με
φανταστώ από τη μία να διαβάζω το Κορίτσι με το τατουάζ, για παράδειγμα, και
παράλληλα να γράφω ένα ιστορικό μυθιστόρημα.
Πώς
ξεκίνησε να σχηματίζεται στο μυαλό σας η ιδέα του ψυχολογικού θρίλερ Ο άλλος αδερφός και τι σκεφτήκατε πρώτα, τους ήρωες ή την
πλοκή;
Είχα διαβάσει κάποια στιγμή ένα σχόλιο: «Τη δεκαετία του 1980 χωρίς
κινητά και με μία πιο χαλαρή νοοτροπία των γονιών, σε σχέση με το παιχνίδι των
παιδιών, ήταν πανεύκολο να εξαφανιστείς ως παιδί». Ήταν κάτι απλό, το οποίο
όμως δεν μου είχε περάσει μέχρι τότε από το μυαλό. Κάπου εκεί κατάλαβα ότι
κρύβεται μία ιδέα μέσα στη φράση αυτή. Ήξερα ότι ήθελα να ασχοληθώ με μία
εξαφάνιση ενός παιδιού τη δεκαετία του 1980 και με όχημα αυτή να αφηγηθώ τη
saga της οικογένειας από εκείνη τη στιγμή και έπειτα. Για το δεύτερο σκέλος της
ερώτησης, είμαι από τους συγγραφείς που πλέον πρώτα σκέφτονται ιδέες και έπειτα
σχεδιάζουν πλοκή και χαρακτήρες παράλληλα. Βρίσκω την πλοκή και τους χαρακτήρες
στοιχεία αλληλοσυμπληρούμενα. Δεν μπορώ να τα σκεφτώ σε κενό αέρος, παρά μόνο σε
συσχετισμό του ενός με το άλλο.
Το έργο σας διαδραματίζεται στην Ελευσίνα
το 1988 και το 2021. Πώς έγινε η επιλογή αυτής της πόλης;
Η Ελευσίνα είναι η γενέτειρά μου και η πόλη στην οποία έζησα όλη την
παιδική μου ηλικία και ένα κομμάτι της ζωής μου ως ενήλικος, οπότε δεν
χρειάστηκε να το σκεφτώ πολύ. Ήξερα ότι τα χαρακτηριστικά της πόλης
—μικρομέγαλη πόλη με ιστορία και τη δική της χαρακτηριστική σκουριά― θα ταίριαζαν γάντι με αυτό που ονειρευόμουν
για το βιβλίο.
Ποια στοιχεία συντέλεσαν στη δημιουργία
του κεντρικού ήρωα του έργου;
Α, εδώ έχουμε ένα ενδιαφέρον θέμα. Ποιος είναι ο κεντρικός χαρακτήρας
του έργου; Είναι ο εξαφανισμένος Ηλίας; Είναι ο Θέμης, ο αδερφός που έμεινε
πίσω και προσπαθεί να μάθει τι απέγινε ο αδερφός του; Είναι ο πατέρας των
παιδιών, ο οποίος έθεσε την πλοκή σε κίνηση; Είναι ο αφηγητής; Μήπως είναι η
πόλη; Ο κάθε αναγνώστης θα σχηματίσει τη δική του άποψη, η οποία ίσως να είναι
διαφορετική από τη δική μου. Οπότε δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο νόημα να
μιλήσουμε για τα στοιχεία αυτά, εφόσον δεν μπορούμε να αποφασίσουμε
οριστικά ποιος είναι ο κεντρικός χαρακτήρας.
Ποια
συναισθήματα επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του βιβλίου και
πόσο χρόνο χρειαστήκατε για να το ολοκληρώσετε; Απαιτήθηκε κάποια έρευνα εκ
μέρους σας και πού ανατρέξατε για να την ολοκληρώσετε;
Είμαι από τους συγγραφείς που αποστασιοποιούνται από το έργο όσο
γράφουν. Δεν μου αρέσει να γίνομαι συναισθηματικός, επιλέγω να μην παρασύρομαι
από το συναίσθημα τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική μου ζωή. Οπότε
η προσέγγισή μου είναι: «Έχουμε μία ιδέα εδώ, την αναπτύξαμε αναλυτικά, την
έχουμε δουλέψει καλά, πάμε τώρα να ολοκληρώσουμε τη δουλειά και να την κάνουμε
βιβλίο». Έρευνα φυσικά και απαιτήθηκε, όπως σε κάθε βιβλίο. Καθώς γεννήθηκα το
1988 —τη χρονιά που ξεκινούν τα γεγονότα του βιβλίου—, έπρεπε να μιλήσω με
ανθρώπους που ζούσαν στην Ελευσίνα τότε, ώστε να αντλήσω στοιχεία που ίσως θα μπορούσα
να χρησιμοποιήσω. Και ευτυχώς πήρα αρκετά.
Όλο και
περισσότερο νέοι Έλληνες συγγραφείς παραδίδουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό
crime μυθιστορήματα. Πιστεύετε ότι το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα μπορεί να
αποκτήσει την αίγλη του αστυνομικού μυθιστορήματος των βόρειων χωρών στο
παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα; Μπορεί να ταξιδέψει η ελληνική αστυνομική
λογοτεχνία σε όλο τον κόσμο;
Το τι πιστεύω εγώ δεν έχει σημασία. Εγώ μπορεί να πιστεύω ότι τα
ελληνικά αστυνομικά βιβλία θα γίνουν best sellers σε 40 γλώσσες γιατί αυτό με
συμφέρει, γιατί αυτή είναι η φαντασίωσή μου. Το θέμα είναι τι πιστεύει αφενός
το εγχώριο κοινό, που πρέπει να τα αναδείξει, έπειτα οι ξένοι ατζέντηδες, που
πρέπει να αναλάβουν την εκπροσώπησή τους, έπειτα ξένοι εκδοτικοί, που θα πρέπει
να πιστέψουν σε αυτά και να αναλάβουν το κόστος μετάφρασης από μία γλώσσα που
μιλούν λίγοι, και, τέλος, να αγκαλιαστούν από το ξένο κοινό. Μιλήσατε για την
αίγλη του αστυνομικού μυθιστορήματος των βόρειων χωρών. Οι βόρειες χώρες πέρα
από μακρόχρονη παράδοση στο αστυνομικό μυθιστόρημα έχουν ατζέντηδες που
ασχολούνται με την προώθηση των έργων στο εξωτερικό —εν Ελλάδι υπάρχουν μόνο
δύο πρακτορεία, εκ των οποίων το ένα δεν ασχολείται με την αστυνομική
λογοτεχνία και το έτερο εκπροσωπεί δυναμικά μια χούφτα συγγραφείς—, εκδότες που
προωθούν εγχώρια μυθιστορήματα και εκδίδουν επιλεκτικά και ελάχιστα ξένα,
εγχώριο κοινό που προτιμάει εγχώρια μυθιστορήματα και κρατική πολιτική για το
βιβλίο. Με αυτά τα δεδομένα, ας βγάλουν οι αναγνώστες αυτής της συνέντευξης τα
συμπεράσματά τους.
Η
κινηματογραφική ροή είναι χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζεστε
το μυθιστόρημά σας. Πώς θα νιώθατε αν το βλέπατε στη μικρή οθόνη; Ήταν στη
σκέψη σας μια τέτοια προοπτική όταν το γράφατε;
Δεν ξέρω αν θα έλεγα ότι είναι χαρακτηριστικό των βιβλίων μου ή του
συγκεκριμένου. Από την άλλη, διαβάζω γνώμες που λένε πως είναι, οπότε δεν ξέρω.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι, όταν γράφω, γράφω για να βγει ένα καλό βιβλίο. Το αν
θα ενδιαφερθεί κανείς για να το μεταφέρει στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο
είναι κάτι που με απασχολεί αφού ολοκληρωθεί. Τώρα, για το πώς θα ένιωθα,
φαντάζομαι καλά. Τι άλλο θα μπορούσε να νιώσει κάποιος που βλέπει το βιβλίο του
να μεταμορφώνεται σε κάτι οπτικό; Μόνο χαρά και περηφάνια.
Ποια
πιστεύετε ότι είναι η συμβολή των ΜΜΕ στην ανάδειξη των εγκλημάτων σήμερα και
πόσο σας έχει επηρεάσει όλο αυτό;
Θα μιλήσω μονάχα για τα εγχώρια ΜΜΕ. Κρίνω ότι το έγκλημα παρουσιάζεται
με τρόπο μπακαλίστικο και «κίτρινο». Μου δίνεται η εντύπωση ότι ορισμένα μέσα
και εκπομπές προσεύχονται σχεδόν για κάποιο «ζουμερό» θέμα, που θα κρατήσει για
έναν μήνα, ώστε να αναμασήσουν κάθε λεπτομέρειά του. Δεν χρειάζεται τόση
υπερπροβολή, η οποία μπορεί και να δυσκολέψει την πορεία των ερευνών. Δεν
χρειάζεται να παίζουν όλοι τους ντετέκτιβ του καναπέ. Δεν χρειάζεται να
διατυπώνουν άποψη άνθρωποι που δεν έχουν ουδεμία σχέση με το αντικείμενο, με το
πώς λειτουργούν οι έρευνες. Και καλό θα ήταν η οποιαδήποτε κάλυψη να γίνεται με
σεβασμό σε αυτούς που μένουν πίσω.
Στο
βιβλίο σας ακολουθείτε μια ιδιαίτερη τεχνική. Ένα ολόκληρο βιβλίο είναι
εγκιβωτισμένο στις σελίδες του, μια ομολογουμένως ευρηματική ιδέα. Πόσο δύσκολο
ήταν στην εκτέλεσή του το εγχείρημα;
Θα απαντήσω λιγάκι αντικλιμακτικά λέγοντας ότι από τη στιγμή που
βρέθηκε η φόρμουλα όλα έγιναν εύκολα. Οπότε πρώτα σχεδίασα το faux-true crime
βιβλίο του Θέμη Αδάμ και έπειτα το περιτύλιγμά του, την κυρίως αφήγηση. Θα το
περιέγραφα όχι ως δύσκολο αλλά ως απολαυστικό εγχείρημα.
Η
Μάργκαρετ Άτγουντ έχει πει ότι, όταν ένας συγγραφέας θέλει να γράψει ένα
αστυνομικό μυθιστόρημα, θα πρέπει να ξεκινά γράφοντας το τέλος πρώτα και από
εκεί να οδηγείται στην αρχή σε μια αντίστροφη συγγραφική πορεία. Σας βρίσκει
σύμφωνο μια τέτοια άποψη; Είναι κάτι που κάνετε κι εσείς;
Δεν είναι κάτι που μου έχει συμβεί μέχρι στιγμής. Μου αρέσει να
σχεδιάζω τα βιβλία μου γραμμικά. Μου αρέσει η γεωμετρία που χρησιμοποιώ στον
σχεδιασμό τους. Προσοχή βέβαια: Τώρα μιλάω ως Βαγγέλης του 2023. Μπορεί δέκα
χρόνια αργότερα να έχω διαφορετικές απόψεις, όπως διαφορετικές απόψεις θα είχα
αν με ρωτούσατε δέκα χρόνια πριν.
Κλείνοντας,
αφού σας ευχαριστήσουμε, θα θέλατε να μας πείτε για τα μελλοντικά συγγραφικά
σας σχέδια καθώς και το εάν έχετε σκεφτεί να ασχοληθείτε και με άλλο
λογοτεχνικό είδος;
Με άλλο λογοτεχνικό είδος δεν ξέρω αν έχει νόημα να ασχοληθώ. Δεν βλέπω
τη λογοτεχνία ως μπίνγκο, στο οποίο θα πρέπει να ασχοληθώ με τα διάφορα είδη
της από συγγραφική σκοπιά. Έχω μία συγκεκριμένη συγγραφική ταυτότητα, μου
αρέσει και σε αυτή θέλω να παραμείνω. Πριν από μερικές ημέρες (20/4) ολοκλήρωσα
το επόμενο βιβλίο και θα περάσω τους επόμενους μήνες κάνοντας το editing και
ελπίζω κάποια στιγμή μέσα στο καλοκαίρι να ασχοληθώ με την επόμενη ιδέα μου. Θα
δούμε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου