ΜΟΤΕΛ 430-71 Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ – Eκδόσεις ΠΗΓΗ
Ο Παντελής
Μαυρομμάτης εμφανίστηκε στα εκδοτικά δρώμενα της σύγχρονης ελληνικής
λογοτεχνίας του φανταστικού το 2020 όταν κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ΠΗΓΗ, το πρώτο μέρος της
τριλογίας του με τίτλο ΜΟΤΕΛ 430-71
και υπότιτλο ΠΑΡΑΝΟΙΑ. Ακολούθησε το
δεύτερο μέρος το 2021 με τίτλο ΜΟΤΕΛ 430-71 και υπότιτλο ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ και ολοκληρώθηκε το 2022 με το τρίτο και τελευταίο μέρος της
τριλογίας ΜΟΤΕΛ 430-71 και υπότιτλο ΜΟΧΘΗΡΙΑ.
Γκόθικ
αλληγορικά και πολυδιάστατα μυθιστορήματα παράνοιας, τρόμου και φαντασίας σε
ένα σκοτεινό και αφιλόξενο ατμοσφαιρικό περιβάλλον, γεμάτο κλειστοφοβικές
περιγραφές και εικόνες που δημιουργούνται από την κινηματογραφική πένα του
συγγραφέα κυρίως σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Μια αφήγηση που καθιστά τον αναγνώστη
κοινωνό των γεγονότων, σε μια διαρκή μάχη επιβίωσης την εποχή του σκοταδισμού,
εποχή γεμάτη προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες. Και όταν ο αναγνώστης διαβάσει
την Παράνοια, θα κατανοήσει και τον τίτλο Μοτέλ 430-71. Νεκροί από την ακραία Νεκρόπολη, Κακία,
δολιότητα και φθόνος, υπερτερούν στη Μοχθηρία. Έργα με μια ξεχωριστή τεχνική
κλεισίματος που κάνει τον αναγνώστη να προχωρά τις σελίδες διαρκώς μέχρι το
τέλος των έργων.
ΜΟΤΕΛ 430-71 - ΠΑΡΑΝΟΙΑ
Βρισκόμαστε στα τέλη
του 18ου αιώνα. Η Ευρώπη εξακολουθεί να μαστίζεται από
δεισιδαιμονίες, παγανισμό, βία αλλά και πανούκλα. Ο μέθυσος και κακοποιητικός
παλαιοπώλης Ζακ στέλνει τον παραγιό του σε μια περίεργη, αλλά φαινομενικά
ακίνδυνη αποστολή. Ο νεαρός πρωταγωνιστής πρέπει να φύγει από την πόλη της
Μπαρακέιλντα και να μεταβεί στο Γκαράουι προκειμένου να περισυλλέξει κάποια
αντικείμενα τα οποία ο γέρο Ζακ θεωρεί πολύτιμα.
Στα μισά περίπου της
διαδρομής ο πρωταγωνιστής, του οποίου το όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ, βρίσκει ένα
μοτέλ και αποφασίζει να το επισκεφτεί για λίγες ώρες ξεκούρασης. Όμως κάθε άλλο
παρά ξεκούραση πρόκειται να βιώσει εκεί μέσα. Ο στριφνός ιδιοκτήτης τον
προσκαλεί σιωπηρά στο εσωτερικό του μοτέλ και εκεί ο ήρωας μας αντικρύζει
κάποιους νοσηρούς πίνακες ζωγραφικής, όλοι με την ίδια επιγραφή στο κάτω μέρος.
430 -71.
Τι μπορεί να
σημαίνει αυτό το νούμερο; Γιατί ένα μοτέλ να έχει στην είσοδό του πίνακες που
απεικονίζουν αποτρόπαιες καταστάσεις και αναβλύζουν πανικό; Η περιπέτεια
πρόκειται να αρχίσει και οι απαντήσεις δεν πρόκειται να αρέσουν σε κανέναν.
Το πρώτο βιβλίο της
τριλογίας «Μοτέλ 430-71» βασίζεται στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση και την
αδιαμφισβήτητη έφεση του Παντελή Μαυρομμάτη στη δημιουργία εικόνων μέσω των
περιγραφών. Μέσω του συγγραφέα ακολουθούμε κάθε βήμα του πρωταγωνιστή τόσο σε
επίπεδο εξέλιξης του ταξιδιού, όσο και σε επίπεδο συναισθημάτων και σκέψεων. Ο
πρωταγωνιστής βιώνει καταστάσεις μακάβριες, επίπονες και φτάνει κοντά στον
θάνατο. Και εκεί ο Μαυρομμάτης αποκρυσταλλώνει κάποια γνωμικά και κάποιες
πραγματικότητες που ο καθημερινός άνθρωπος αδυνατεί να σκεφτεί. Και με έκπληξη
διαπιστώνει πως ισχύουν καθώς τις διαβάζει στο βιβλίο και τις συσχετίζει με τις
εμπειρίες του πρωταγωνιστή.
Αξίζει να αναφέρουμε
πως το «Μοτέλ 430-71» δεν είναι μια κλασσική ιστορία απόδρασης ή ένα θρίλερ που
περιστρέφεται γύρω από ένα τρομακτικό και στοιχειωμένο οίκημα. Η ιστορία του
εκτείνεται πολύ πέρα από το ίδιο το Μοτέλ και τα στοιχεία του μεταφυσικού και
του παραφυσικού μπορεί να υπάρχουν μέσα στο βιβλίο, όμως οι άνθρωποι είναι
αυτοί που τα χρησιμοποιούν για να δημιουργήσουν ζοφερές και μακάβριες
καταστάσεις. Η συγκεκριμένη δομή ασφαλώς αυξάνει τον πήχη της δυσκολίας για τον
συγγραφέα, όμως ο Μαυρομμάτης καταφέρνει να ανταπεξέλθει στην πρόκληση που
βάζει στον εαυτό του και δημιουργεί έναν γκόθικ κόσμο που έρχεται να μας
εισαγάγει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα για τα Ελληνικά δεδομένα τριλογία. Οι
επιρροές από Λάβκραφτ, Πόε ακόμα και από Χέβι Μέταλ μουσική είναι εμφανείς,
όπως επίσης εμφανής είναι η πρόθεση του δημιουργού να αποτίνει φόρο τιμής σε
πράγματα που αγαπά και τον έχουν σημαδέψει, και όχι να αντιγράψει το οτιδήποτε.
«Βρισκόμαστε
στα τέλη του 18ου αιώνα. Η Ευρώπη εξακολουθεί να μαστίζεται από τις μεσαιωνικές
δεισιδαιμονίες, τα παγανιστικά θρησκευτικά κινήματα και την ατέρμονη βία, ενώ η
πανούκλα θερίζει. Ο νεαρός πρωταγωνιστής της ιστορίας ξεκινάει την περιπλάνησή
του όταν ο αλκοολικός και δύστροπος παλαιοπώλης, στο κατάστημα του οποίου ο
μικρός εργάζεται, του αναθέτει μια πολύ παράξενη αποστολή. Θα πρέπει να
διανύσει με τα πόδια μια μεγάλη απόσταση, για να ανακαλύψει πού βρίσκονται και
να φέρει πίσω κάποια παλαιό αντικείμενα από ένα μακρινό παλαιοπωλείο, το οποίο
εδώ και χρόνια οι φήμες λένε ότι έχει κλείσει. Με τους κινδύνους και τον τρόμο
να ελλοχεύουν παντού, ο μικρός καταφθάνει σε ένα εγκαταλελειμμένο μοτέλ. Το
βλέπει σαν όαση, μετά από τόσες ώρες οδοιπορίας σε άγνωστους και τρομακτικούς
τόπους. Δίχως να γνωρίζει τι πρόκειται να επακολουθήσει, χτυπάει την πόρτα του
μοτέλ. Η περιπλάνησή του σε μια επίγεια Κόλαση μόλις έχει ξεκινήσει.
Ατέλειωτες
νύχτες τρόμου, οδοιπορίες μέσα σε βροχερούς και παγωμένους τόπους, ένας
μακρινός λόφος με βλάσφημα μυστικά, συνεχείς δυσάρεστες εκπλήξεις πέρα από τα
όρια κάθε λογικής, άπλετη και δυσβάστακτη ταλαιπωρία, μακάβρια σκηνικά,
εφιάλτες, βία, μίσος, σαδισμός, αιματοχυσία, κλειστοφοβία.
Η
απόλυτη παράνοια, αποτυπωμένη σε ένα μυθιστόρημα που κόβει την ανάσα»
ΜΟΤΕΛ 430-71 – ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ
[…Το καλοκαίρι δεν κοιμήθηκα καθόλου. Οι δαίμονες του
παρελθόντος μου με συντρόφευαν κάθε νύχτα. Είχαν θαρρείς αφήσει τα χνάρια τους
νωπά, μπροστά στην κουρτίνα της μνήμης μου. Και κάθε βράδυ που έκλεινα τα μάτια
μου για ύπνο, τα χνάρια μετακινούνταν. Άκουγα τα πατήματά τους, τους ψιθύρους
και τις σκέψεις τους. Έκαναν αντίλαλο στους τοίχους της μνήμης μου. Υπόκωφο,
βομβώδη αντίλαλο…]
Ίσως το πιο ακραίο
από τα τρία βιβλία με τους νεκρούς να έχουν τον πρώτο λόγο. Και όσο και αν το
πρώτο μέρος της τριλογίας δεν αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο, η συνέχεια της
τριλογίας, αναμενόμενη.
«Οι μέρες στην εξορία του κόσμου περνάνε. Όχι όμως και
οι νύχτες. Το παρανοϊκό πεπρωμένο του νεαρού πρωταγωνιστή δείχνει προς το παρόν
να έχει ξεθυμάνει, όσο ο ίδιος προσπαθεί να μαζέψει τα συντρίμμια του.
Κάποτε ο μικρός νόμιζε πως είχε ζωή. Εκεί, στο
παλαιοπωλείο του τρόμου. Δεν ήξερε ακόμα. μέχρι που μπήκε στο μοτέλ και ο
αδίστακτος άνεμος της μοίρας άρχισε να τον παρασέρνει ολοένα και πιο κοντά στην
Κόλαση. Μόνο που, τελικά, το μεγάλο λάθος δεν ήταν δικό του. Όλα συνέβησαν πολύ
προτού γεννηθεί. Σε ένα ορυχείο. Στα νότια παράλια της Περσίας, τον 6ο π.Χ.
αιώνα. Εκεί, που η φρίκη και η αηδία ξεπερνούν σε νοσηρότητα ακόμα και τα πιο
δυσοίωνα παραστρατήματα της κοσμογονίας. Εκεί, που τα μυστικά έπρεπε να
παραμείνουν για πάντα θαμμένα. Το κακό δεν αποκόπηκε από την αρχή του...»
Υποβλητική και
απόκοσμη η ατμόσφαιρα στη Νεκρόπολη του 6ου πΧ αιώνα και ο αναγνώστης μπορεί να
διαβάσει τη Νεκρόπολη και αυτόνομα αφού ουσιαστικά φαίνεται να προηγείται
χρονικά της Παράνοιας. Ένα ακόμα σκοτεινό και υποβλητικό έργο με σκληρές και
ακραίες περιγραφές φρίκης σε ένα εφιαλτικό σκηνικό. Ένα ορυχείο. Ένα σεντούκι Ο
παραλογισμός, ο θάνατος και η παράνοια, το απόλυτο μυστήριο, το απόλυτο κακό.
Και αν και το έργο υπηρετεί απόλυτα τη λογοτεχνία του τρόμου, είναι βέβαιο πως
ο αναγνώστης θα απομονώσει τα στοιχεία αυτά που θα τον κάνουν να αναλογιστεί
και να προβληματιστεί για τον ίδιο τον άνθρωπο και την ψυχή του στο ταξίδι της
ζωής. Ένα ψυχολογικό και συνάμα σοκαριστικό θρίλερ για γερά στομάχια.
[…Ερωτήσεις, απορίες, διλήμματα. Όλα αναπάντητα. Και ο
χρόνος τελείωνε. Η ζωή μου έσβηνε. Σχεδόν είχε τελειώσει. Όταν βρίσκεσαι λίγο
πριν πεθάνεις, φοβάσαι μη σε βρουν 1 5 ΠΑΝΤΕΛΉΣ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ σε αυτή την
κατάσταση. Όταν όμως ξέρεις πως έχεις πεθάνει, δεν σε νοιάζει τίποτα. Δεν
θυμάσαι καν πως έζησες. Ο χρόνος με πίεζε ασφυκτικά και το ερώτημα εξακολουθούσε
να μη βγαίνει από τα τρεμάμενα χείλη μου. Αυτό που θα ήθελα όσο τίποτα άλλο να
απαντηθεί. Γιατί πολύ απλά, ό,τι κι αν ρωτούσα, η απάντηση που θα λάμβανα θα
ήταν και το πραγματικό νόημα της ζωής. Όμως, τελικά, δεν ήμουν προετοιμασμένος
για να το μάθω. Κι όμως, ακόμη προλαβαίνω. Μια κουβέντα μόνο, μια πρόταση. Μια
ερώτηση… Δεν γίνεται. Ήδη γνωρίζουν όλοι πως είμαι σχεδόν νεκρός. Είμαι ήδη
νεκρός. Μηδέν. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και εγώ…]
ΜΟΤΕΛ 430-71 - ΜΟΧΘΗΡΙΑ
Τον περασμένο Νοέμβρη, κυκλοφόρησε και το
τρίτο μέρος της τριλογίας του Παντελή Μαυρομάττη με τίτλο ΜΟΤΕΛ 430-71 ΜΟΧΘΗΡΙΑ.
[ Βλέπω τη ζωή μου που αργοσβήνει και δεν
θυμάμαι τίποτα από το παρελθόν. Καμία ανάμνηση, κανένα απολύτως βίωμα. Είναι
όλα τόσο χαωδώς ασαφή μέσα στο μυαλό μου… Όμως ο χρόνος που περνάει δεν γυρίζει
πίσω. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, η μνήμη μου είναι εντελώς κενή και το μόνο
ερώτημα που με βασανίζει τώρα είναι αν όσο ζούσα έκανα αυτό που πραγματικά
μπορούσα. Η απάντηση βρίσκεται μπροστά μου, όμως φοβάμαι να τη δω: Όχι…[…] Τελικά
χρειάστηκε να φτάσω ως εδώ, λίγο πριν το τέλος μου, προκειμένου να μάθω τα τρία
βήματα που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του ανέφικτου. Αυτά που όσο ζούσα
ποτέ μου δεν επιχείρησα: Κάνε όνειρα, στόχευσε σε αυτά και κυρίως μη συγκρίνεις
τον εαυτό σου με τους άλλους. Δεν ξέρουν τον τρόπο.Μήπως έφτασε επιτέλους η
στιγμή να σταματήσει να σε βασανίζει το «Τι θα γινόταν, αν είχα προσπαθήσει»…]
Με
έναν δυνατό πρόλογο ξεκινά το τρίτο και τελευταίο μέρος του έργου του Παντελή
Μαυρομμάτη. Με την Κακία, τη δολιότητα και τον φθόνο, να υπερτερούν στη ΜΟΧΘΗΡΙΑ,
στο έργο που ο κεντρικός ήρωας πλέον δίνει στους αναγνώστες όλα εκείνα τα
στοιχεία που τον έκαναν αυτό που είναι. Φόβοι, σκέψεις, διλήμματα που τον
βασανίζουν και συνάμα τη σκοτεινή πλευρά όλης του της ζωής μέσα από τον Παράδεισο που κράτησε λίγο, το καθαρτήριο, και την κόλαση με τις αναπόφευκτες σκληρές κινηματογραφικές περιγραφές. Ένα
άρτιο ψυχογράφημα του ήρωα που αν και πρόκειται για μια ιστορία τρόμου,
φιλοσοφικές έννοιες θα προβληματίσουν τον αναγνώστη. Είναι το μέρος της
τριλογίας που ενώνει τα υπόλοιπα και είναι το μέρος της τριλογίας που όλα θα
απαντηθούν μέχρι το τέλος. Ένα τέλος όχι ευχάριστο, όχι αναμενόμενο αφού τα
σκοτάδια της ψυχής παραμένουν και το κακό παραμένουν και παραμονεύουν.
«Τα σκοτάδια φωτίζονται, οι μέρες σβήνουν
και η πλήξη μοιάζει να χάνεται. Ως έννοια, ως συναίσθημα και ως πεπρωμένο. Μόνο
που οι εναλλαγές δεν ήταν ομαλές. Τα χιόνια στο απομακρυσμένο αγροτόσπιτο
έγιναν παρελθόν. Έφτασε το καλοκαίρι, ακολούθησε το φθινόπωρο και ο νεαρός
ήρωας της ζωής εξακολουθεί να αναρωτιέται πώς γίνεται ο Διάβολος να τον έχει
ξεχάσει. Αλλιώς τα είχε συνηθίσει. Όσο και να προσπαθεί να αποδιώξει από μέσα
του το σύνολο του παρελθόντος του, άλλο τόσο εκείνο δείχνει ανά πάσα στιγμή
έτοιμο να τον καταβροχθίσει. Μέρα νύχτα ο μεγάλος του φόβος παραμένει ίδιος και
απαράλλαχτος: Μήπως, τελικά, δεν ήταν γιο μένα αυτός ο κόσμος; Μέσα σε όλα, τα
φαντάσματα των τύψεων δείχνουν να αχνοσβήνουν. Μόνο που η κουρτίνα της μνήμης,
πίσω από την οποία εκείνα πάλευαν νυχθημερόν να κρυφτούν, δεν ήταν τίποτα άλλο
παρά το διάφανο πέπλο του ανίκητου θανάτου. Και όλα αυτά, μέχρι που μια
απρόσμενη νύχτα, ένα αόρατο χέρι τραβάει το πέπλο... Μέρες ανυπόφορες, νύχτες
μαρτυρικές, πόνος, οργή και εξαθλίωση, συνυφασμένα με ανύπαρκτη συμπόνια και
χαμένες ελπίδες, προσφέρουν στον αναγνώστη όλα όσα αποζητά μα και ταυτόχρονα
φοβάται να αντικρίσει, μέσα από τα μάτια του μικρού ήρωα, μέσω του οποίου
αναζητά τη δική του, ξεχωριστή λύτρωση. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της
τριλογίας "Μοτέλ 430-71", ο τρόμος υποκινεί την οργή και η οργή
φέρνει πάντα θλίψη…»
Ο
Παντελής Μαυρομμάτης με μια
ευρηματική ιδέα για τα δεδομένα της σύγχρονης Ελληνικής λογοτεχνίας του
φανταστικού που θα συναρπάσει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη του είδους μέσα
σε ένα ατμοσφαιρικό, σκοτεινό και πραγματικά κλειστοφοβικό περιβάλλον, γραμμένη
με την απαιτητική τεχνική της πρωτοπρόσωπης αφήγησης που κάνει τον αναγνώστη να
ζει μαζί με τον ήρωα την ιστορία του, σε μια εποχή σκοταδισμού, μας δίνει μια
τριλογία που μπορεί κανείς να απολαύσει αναγνωστικά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου