Συνέντευξη με την Τέσυ Μπάιλα
Η ΤΕΣΥ ΜΠΑΪΛΑ γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε
Ιστορία του Ελληνικού Πολιτισμού και Μετάφραση Λογοτεχνίας. Εμφανίστηκε στην
ελληνική λογοτεχνία το 2009. Έχει συνεργαστεί με διαδικτυακά περιοδικά ως
αρθρογράφος και βιβλιοκριτικός. Είναι συντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού
Κλεψύδρα και αρχισυντάκτρια του περιοδικού Literature.gr. Κείμενά της έχουν
φιλοξενηθεί κατά καιρούς στην εφημερίδα Η Καθημερινή της Κυριακής. Παράλληλα
συνεργάζεται ως μεταφράστρια με έγκριτους εκδοτικούς οίκους. Ασχολείται με τη
φωτογραφία, και ατομικές εκθέσεις της έχουν φιλοξενηθεί στο Πανεπιστήμιο
Gakugei της Ιαπωνίας και στην Αθήνα. Είναι ιδρυτικό μέλος και γενική γραμματέας
του Σωματείου Λογοτεχνών και Φίλων της Λογοτεχνίας PEN Greece, που αποτελεί το
επίσημο ελληνικό παράρτημα του PEN International.
Με αφορμή το νέο της βιβλίο που
κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
με τίτλο Λέγε με Ισμαήλ, η Τέσυ Μπάιλα απαντά στις ερωτήσεις μας.
1)
Στο βιβλίο σας, Λέγε με Ισμαήλ που κυκλοφορεί από
τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ αυτό που πρωταγωνιστεί μοιάζει να είναι η ίδια η Πόλη
περισσότερο από τους χαρακτήρες του βιβλίου και συγκεκριμένα η ρωμαίικη
γειτονιά του Πέρα. Τι σας οδήγησε σε αυτή την απόφαση;
-
Το 2019 είχα την τύχη να πάω μέρος ως
επιστημονικός σύμβουλος στο Διεθνές Συνέδριο για τον Αντώνη Σαμαράκη που
διοργάνωσαν το Ζωγράφειο, το ελληνικό σχολείο της Πόλης, και τα Εκπαιδευτήρια
Μαντουλίδη. Ξαναπήγα λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη ύστερα από πολλά χρόνια και
για πρώτη φορά κατάλαβα πλήρως πόσο όμορφος είναι ο τόπος αυτός μέσα από τις
αντιθέσεις του. Από τη μια είναι η πόλη του ιστορικού παρελθόντος και από την
άλλη μια σύγχρονη ανατολίτικη πόλη, από τη μια η γειτονιά της Λωξάντρας και από
την άλλη του Ορχάν Παμούκ, η πόλη των Ρωμιών, των Αρμενίων, των Τούρκων, των
Λεβαντίνων. Μια πόλη που πατά με το ένα της πόδι στην ανατολή και με το άλλο
στη δύση. Μια πολυφυλετική πανσπερμία πολιτισμών συμβιούν αρμονικά στα σοκάκια
της ομίχλης που κοιτούν στον Βόσπορο. Τυλιγμένη στην ομίχλη του ιστορικού
γίγνεσθαι, στους ανατολίτικους ήχους και στα χρώματα, στα αρώματα, στις
βυζαντινές ψαλμωδίες, που θαρρεί κανείς ότι ακόμα αντηχούν στα στενά σοκάκια,
μαζί με το βουητό των σύγχρονων κατοίκων της και των τουριστών που καθημερινά
την επισκέπτονται και τους ήχους του ιμάμη. Κυρίως όμως είναι μια πόλη μνήμης
για εμάς τους Έλληνες. Παράλληλα διαπίστωσα την ανάγκη των σημερινών Ρωμιών που
πεισματικά συνεχίζουν να κατοικούν εκεί, για να διατηρηθεί αυτός ο ελληνικός
πυρήνας, έστω και μετά από τη συρρίκνωσή του. Κάπως έτσι γοητεύτηκα κι εγώ και
αποφάσισα να γράψω μια ιστορία στην οποία η Πόλη θα είναι ο κεντρικός
χαρακτήρας, ένα πολυεστιακό μυθιστόρημα που αναδεικνύει διαφορετικούς ήρωες που
όμως έχουν όλοι τους έναν κοινό παρανομαστή: τη ζωή και την αγάπη τους για την Πόλη,
το ξόδεμά τους από τα βίαια περάσματα της Ιστορίας, τη μοίρα που έχασαν ή
αντάλλαξαν κάποτε.
2)
Ένα από τα στοιχεία που αναφαίνονται κατά την αφήγηση είναι
η ατμόσφαιρα της Πόλης. Πόσο εύκολο ήταν για εσάς να καταφέρετε να περάσετε στο
χαρτί το άρωμα και τις εικόνες της Ανατολής και τι σας δυσκόλεψε περισσότερο
από όλα.
Μα
ακριβώς αυτό που επισημαίνετε. Η ίδια η Πόλη. Ένας τόπος που σαγηνεύει και
ταυτόχρονα αντιστέκεται σθεναρά σε κάθε προσπάθεια κατάκτησής της. Ήξερα ότι
είχα να κάνω με μια πόλη που κουβαλά μυστήριο, ιστορικές μνήμες αλλά και πληγές,
φως και σκοτάδι, ομορφιά αλλά και θλίψη και η οποία όσο και αν προσπαθούσα να
τη γνωρίσω σε βάθος τόσο μου αντιστεκόταν
παραμένοντας μια γνώριμη και ταυτόχρονα άγνωστη πόλη.
3)
Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στο αριστουργηματικό βιβλίο
Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ. Ήταν ένα συνειδητό, ας μου επιτραπεί η
φράση, «διακειμενικό παιχνίδι» η επιλογή αυτού του τίτλου;
Απολύτως. Πρόκειται για μια εμβληματική
φράση που έγινε το σημείο εκκίνησης για μια νέα εποχή στην παγκόσμια
λογοτεχνία. Το αριστουργηματικό, όπως πολύ σωστά είπατε, έργο του Μέλβιλ
περιγράφει τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής. Και κάθε μυθιστόρημα αυτό κάνει. Όταν
άρχισα να γράφω αυτό το μυθιστόρημα, θέλοντας να ανασυστήσω μια εποχή μέσα από
τα μάτια δύο φαινομενικά αντίθετων κόσμων, που όμως κρύβουν μέσα τους κοινούς τόπους
πολιτισμού, μοιράζονται τα ίδια χώματα και έχουν κοινές εμπειρίες στο διάβα των
αιώνων κατάλαβα ότι η περιπέτεια της ζωής για τους λαούς μπορεί να είναι κοινή αν
και συχνά μοιάζει εντελώς διαφορετική. Έτσι ξαφνικά ο δικός μου Ισμαήλ έγινε ο
αφηγητής αυτής της μεγάλης περιπέτειας όπως ακριβώς και ο ναύτης Ισμαήλ του
Χέρμαν Μέλβιλ. Και κάπως έτσι γεννήθηκε το δικό μου Λέγε με Ισμαήλ.
4)
Γράφετε χαρακτηριστικά: «Γιατί για όλους μας υπάρχει ένας
τόπος της καρδιάς. Εκεί όπου ένιωσαν για πρώτη φορά τη ζωή. Εκεί όπου γνώρισαν
την αγάπη και τη ζεστασιά της». Οι ήρωές σας κινούνται ανάμεσα στις αναμνήσεις
τους και στο παρόν που τους αναγκάζει να φύγουν ή να επιστρέψουν στον τόπο της
καρδιάς τους.
Το πιστεύω. Όλοι μας έχουμε έναν τόπο με
τον οποίο είμαστε δεμένοι και τον θεωρούμε τόπο της καρδιάς μας. Καμιά φορά
μπορεί και να μην έχουμε μεγαλώσει εκεί, ταξιδεύουμε όμως νοερά όποτε νιώθουμε
την ανάγκη να γαληνέψει ο νους μας. Οι ήρωες αυτού του βιβλίου πράγματι, θα
έλεγα, ακροβατούν ανάμεσα στις αναμνήσεις τους και σε ένα παρόν που «βάζει
τρικλοποδιά» στην μέχρι εκείνη τη στιγμή ζωή τους. Είναι άνθρωποι που βιώνουν
τα καπρίτσια της Ιστορίας και προσπαθούν να επιβιώσουν. Αν και προέρχονται από
διαφορετικές πατρίδες μοιράζονται μια κοινή μοίρα στο πέρασμα των χρόνων και
μια αγάπη για ό,τι θεωρούν οι ίδιοι τελικά πατρίδα. Και αυτό είναι το μεγάλο
στοίχημα αυτού του βιβλίου: να δείξει πως δυο λαοί που η σχέση τους δοκιμάστηκε
πολλές φορές και σε μεγάλες ιστορικές περιόδους κατά το παρελθόν μοιάζουν σε
πολλά, έχουν βιώσει κοινές εμπειρίες και μεταξύ τους δεν έχουν να χωρίσουν
τίποτα, όταν αυτό που κυριαρχεί είναι η ανθρωπιά, η εκτίμηση, ο αλληλοσεβασμός.
5)
«Τι βάζει κανείς σε έναν μπόγο όταν ξέρει πως δε θα
ξαναγυρίσει ποτέ πίσω στο σπίτι του κι ότι δε θα ξαναδεί το βάζο της γιαγιάς
του, τα κεντίδια της μάνας του, το καπέλο του πατέρα του ακόμα κρεμασμένο στη
σάλα, χρόνια μετά τον θάνατό του; Πώς κλείνει πίσω του την πόρτα του σπιτιού
του για τελευταία φορά ένας άνθρωπος;» γράφετε. Πόσο δύσκολος πιστεύετε ότι
είναι ο ξεριζωμός από αυτό που αποκαλείτε «τόπο της καρδιάς για έναν άνθρωπο;
Τον θεωρώ αδιανόητο και τραγικό και
δυστυχώς συμβαίνει και σήμερα να ξεριζώνονται άνθρωποι από τον τόπο τους και να
έρχονται στη χώρα μας ή να αναζητούν κάποιο άλλο καταφύγιο, για να βρουν ένα
ασφαλές μέλλον. Πραγματικά, κοιτάζοντας κανείς εικόνες τόσο του μακρινού όσο
και του πρόσφατου παρελθόντος, ανθρώπων που προσφεύγουν σε μια άλλη χώρα για να
διεκδικήσουν ουσιαστικά τη ζωή τους δεν μπορεί παρά να νιώθει την τραγικότητα
που βιώνουν αυτοί οι άνθρωποι, την τραγικότητα όχι μόνο σε πρακτικό επίπεδο
αλλά και σε συναισθηματικό. Αναρωτιέμαι πάντα τι νιώθει κάποιος που
εξαναγκάζεται βίαια να αποσπαστεί από ό,τι οικείο γνωρίζει, πώς καταφέρνει να
ανασυντάξει τις δυνάμεις του μετά από μια τόσο τραυματική εμπειρία.
6)
Το βιβλίο σας είναι ένα ιστορικό βιβλίο. Ωστόσο, η Ιστορία
δεν γίνεται αυτοσκοπός κατά τη συγγραφή του. Υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα στη
μυθοπλασία και την εξιστόρηση των πραγματικών γεγονότων, γεγονός που
αναδεικνύει τη μυθιστορηματική πλευρά του έργου σας. Τι είναι για εσάς το
ιστορικό μυθιστόρημα και πώς καταφέρνετε η αφήγησή σας να μην γίνεται μια
ιστορική πραγματεία;
Η Ιστορία εισβάλλει στη ζωή των ανθρώπων
και ενίοτε την ανατρέπει δραματικά. Ωστόσο μου αρέσει η Ιστορία να εμπλέκεται
στο μυθιστόρημα με έναν ήπιο τρόπο. Σε δόσεις που δε δημιουργούν την εντύπωση
στον αναγνώστη πως διαβάζει κυρίως ένα ιστορικό βιβλίο αλλά ένα μυθιστόρημα και
μόνο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνει μια επεξεργασία τέτοια που θα επιτρέψει
στην όποια έρευνα κάνει ο συγγραφέας να αφομοιωθεί στο μυθιστορηματικό πλαίσιο
και αν είναι δυνατόν να παραμείνει αθέατη κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Αυτό
που έχει σημασία δεν είναι να καταγράψει ο συγγραφέας τα ιστορικά γεγονότα αλλά
το πάθος και το μυστήριο που τα περιβάλλει. Να εντοπίσει τη γοητεία μέσα στον
ιστορικό ορθολογισμό. Να αναδείξει τη συναισθηματική χροιά των γεγονότων και
του πάθους που την υπαγόρευσε. Αυτή είναι και η διαφορά της μυθιστορηματικής
από την ιστορηματική αφήγηση. Ενώ ο ιστορικός ενδιαφέρεται για τη λογική
ερμηνεία των γεγονότων ο μυθιστοριογράφος νοιάζεται κυρίως για την ένταση και
τη φλόγα που τα δημιούργησε, για τα ανθρώπινα πάθη που πυροδότησε. Γι’ αυτόν
τον λόγο προτιμώ να γράφω μυθιστόρημα και όχι ιστορική πραγματεία όπως λέτε.
Αυτή τη γράφουν καλύτερα πάντα οι ειδικοί.
7)
Πόση έρευνα απαιτήθηκε για να ολοκληρωθεί το Λέγε με
Ισμαήλ;
Αρκετή. Πάντα όταν γράφει κανείς ένα
μυθιστόρημα ιστορικού περιεχομένου οφείλει να κάνει μια πολύπλευρη έρευνα.
Ιστορικές μαρτυρίες, προφορικές καταγραφές, παλιές εφημερίδες, έντυπα εποχής,
παλαιότερα λογοτεχνικά κείμενα όλα συναρμολογούν μια εικόνα της ανθρωπογεωγραφίας
που έχεις να αναδημιουργήσεις και πρέπει να ασχοληθείς σθεναρά με τις πηγές
αυτές προτού αρχίσεις να γράφεις το μυθιστόρημά σου.
8)
Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας μια σκηνή που σας
συγκίνησε ιδιαίτερα όταν τη γράφατε;
Σίγουρα η σκηνή που ο Ισμαήλ βοηθά τον
Ισίδωρο για να μην σβήσει το ελληνικό παρελθόν στην Πόλη. Μια σκηνή χωρίς
μεγάλες συναισθηματικές εξάρσεις ή έντονες περιγραφές που όμως αναδεικνύει τη
ζεστασιά και το μεγαλείο της ανθρωπιάς.
9)
Πόσο σημαντική είναι για εσάς η γλωσσική αισθητική όταν
γράφετε ένα βιβλίο;
Εξαιρετικά σημαντική, άλλωστε λογοτεχνία
είναι η τέχνη των λέξεων κατά τον Τοντόροφ. Όταν γράφω αλλά και όταν διαβάζω
ένα βιβλίο θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική τη γλωσσική αισθητική. Προσέχω και πολύ
συχνά σημειώνω μια λέξη που διάβασα κάπου και μου άρεσε ή μου έκανε εντύπωση. Προσπαθώ
να την εντάξω σε κατάλληλες ή ανατρεπτικές συνάψεις. Λέξεις που χάνονται,
λέξεις που έχουν να κάνουν με την προφορικότητα ενός τόπου, τη ντοπιολαλιά,
λέξεις λόγιες ή κοινές, λέξεις που χρησιμοποίησε κάποιος άλλος πριν από εμένα
εκτινάζοντας το πυρηνικό τους νόημα, λέξεις που πήραν μια ιδιαίτερη χροιά σε
κάποιο κείμενο, καμιά φορά γίνονται η αφορμή για να γραφτεί μια ολόκληρη σχετική
παράγραφος. Ωστόσο, το ταξίδι στον ωκεανό των ελληνικών λέξεων είναι ατέλειωτο
και γι’ αυτό γοητευτικό. Έτσι κάθε φορά που γράφω προσπαθώ να είμαι συνεπής
απέναντι στην ελληνική γλώσσα και την εκφορά της. Ελπίζω να τα καταφέρνω σε
ικανοποιητικό βαθμό. Γι’ αυτό προσπαθώ.
10)
Σχεδιάζετε το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;
Πιστεύω ότι ένα συγγραφέας οφείλει να μην
βιάζεται και να περιμένει να ωριμάσει μέσα του η σκέψη, η ιδέα, ό,τι είναι αυτό,
τέλος πάντων, που θα τον οδηγήσει στο επόμενο βήμα. Υπό αυτή την έννοια είναι
πολύ νωρίς για οποιοδήποτε σχεδίασμα. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια ιδέα που
αρχίζει να παίρνει μορφή στο μυαλό μου αλλά ακόμα δεν μπορώ να πω τίποτα
συγκεκριμένο γι’ αυτό.
Πέρα 1955-1964. Μια ελληνική γειτονιά στην καρδιά της Πόλης, εκεί όπου Έλληνες και Οθωμανοί συνυπάρχουν αρμονικά, ονειρεύονται, αγαπούν, ερωτεύονται και αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς φιλίας. Ανάμεσά τους ο καλόκαρδος Ισμαήλ με τον καφενέ του, ο μοναχικός Ισίδωρος χωμένος στη σκόνη των βιβλίων του, η λάγνα Αϊσέ που φεύγει αφήνοντας πίσω της ένα παιδί, η αρχόντισσα Καλλιάνθη, ο Ναντίρ που ορέγεται την Ασλίβ, η Εσίν που θα αλλάξει τη μοίρα της και η γριά Γιασεμώ με τον Γιουσούφ σχηματίζουν έναν θίασο που περιφέρεται στα σοκάκια της Πόλης, στους καφενέδες και στα χαμάμ, στα πορνεία, στη θάλασσα του Βοσπόρου και στις μνήμες των πατρίδων που κάποτε χάθηκαν ή ανταλλάχτηκαν. Κι ενώ αισθάνεται κανείς πως οι άνθρωποι συνεχίζουν να συμβιώνουν αρμονικά στο πολυφυλετικό σκηνικό της Πόλης, τα σύννεφα του εθνικισμού μαζεύονται στον ορίζοντα. Τα Σεπτεμβριανά αλλά και οι απελάσεις του ’64 θα αλλάξουν τη ζωή των ηρώων και της Πόλης για πάντα.
Μια ιστορία για μια ολόκληρη εποχή, τυλιγμένη σε καπνούς και αρώματα της Ανατολής, και για έναν κοσμοπολιτισμό που σβήνει. Ένα μυθιστόρημα για τα πάθη των ανθρώπων στα γρανάζια της Ιστορίας, ένα κείμενο για τη δύναμη της αγάπης και της ανθρωπιάς που αντέχουν στον χρόνο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου