Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΡΥΣΙΛΑΣ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΗ ΒΙΡΓΙΝΙΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ
Από τις Εκδόσεις Πηγή το 2021 κυκλοφόρησε η
συλλογή διηγημάτων τρόµου με τίτλο «Το
Στόµα του Διαβόλου» και φέτος τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το νέο του έργο με
τίτλο Tiamat, και ήταν η αφορμή για
τη συνέντευξη που ακολουθεί και που πρόθυμα μας παραχώρησε ο συγγραφέας.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
1) Μόλις κυκλοφόρησε το
βιβλίο σας Tiamat από τις Εκδόσεις ΠΗΓΗ. Τι σημαίνει για εσάς η ενασχόληση με
τη λογοτεχνία;
Με θυμάμαι να κάνω την πρώτη μου απόπειρα
συγγραφής στα 13 μου. Δεν την ολοκλήρωσα γιατί δεν διέθετα την απαιτούμενη
υπομονή, παρ’ όλο που τη σχεδίαζα καιρό. Επέστρεψα στα 23 με μία ιδέα που με
είχε γοητεύσει και από τότε γράφω ανελλιπώς. Είμαι πια 53ων ετών και
δεν έχω σταματήσει ποτέ. Ακόμη και όταν δεν γράφω, σκέφτομαι ιστορίες που θα
μπορούσαν να γραφτούν ή να ειπωθούν. Δεν ξέρω αν είναι λογοτεχνία αυτό που
παράγω, το μόνο που ξέρω είναι πως η συγγραφή είναι συνυφασμένη με όλες τις
στιγμές τις ζωής μου. Είναι παρηγοριά, καταφύγιο, παιχνίδι, σχολείο, τρόπος
κατανόησης ή και αντιμετώπισης της πραγματικότητας. Είναι η ίδια μου η ζωή.
2) Μιλήστε μας λίγο για την
πορεία αυτού του βιβλίου. Πώς εμπνευστήκατε την ιστορία του και τι μεσολάβησε
έως την έκδοσή του από τις Εκδόσεις ΠΗΓΗ.
Την υπόθεση της «Τιαμάτ» είχα αρχίσει να
τη συλλαμβάνω από το 2014, υπό μορφή σκόρπιων πληροφοριών. Είχα διαβάσει κάπου
για το «κτήνος της Ζεβοντάν» (Γαλλία 1764) που είχε προβληματίσει για το ποια
θα μπορούσε να είναι η ταυτότητά του. Άρχισα να σκέφτομαι πώς θα ήταν αν
συνέβαινε κάτι παρόμοιο στη χώρα μας, αλλά στο σημερινό της πλαίσιο. Τι θα
μπορούσε να είναι αυτό και ποια η σκοπιμότητά του; Τα υπόλοιπα άρχισαν να
κολλούν μόνα τους στην αρχική ιστορία. Φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους
πληροφορίες, έτρεχαν να ενωθούν με την υπόθεση, όπως τρέχουν τα ρινίσματα του
σιδήρου προς τον μαγνήτη. Μέχρι που ξύπνησα ένα πρωί και η ιστορία ήταν έτοιμη.
Έμενε να τη γράψω. Εδώ βοήθησαν οι δύο καραντίνες. Με έκαναν να είμαι
περισσότερο προσηλωμένος μια που έλειπαν τα εξωτερικά ερεθίσματα. Φυσικά, δεν
γράφτηκε όπως αρχικά το είχα ονειρευτεί. Οι ήρωες, από ένα σημείο και μετά,
έγιναν ανυπάκουοι. Ζωντάνεψαν και ήθελαν διαφορετικά πράγματα από ό,τι εγώ
ήθελα για εκείνους. Τους άφησα να κάνουν του κεφαλιού τους κι εγώ απλά
ακολουθούσα και κατέγραφα. Το αποτέλεσμα το κρατάτε στα χέρια σας. Εννοείται
πως το αποτέλεσμα είναι κλάσεις ανώτερο από εκείνο που αρχικά υπολόγισα,
ακριβώς λόγω αυτής τους της ανυπακοής. Δεν μεσολάβησαν και πολλά μέχρι την
έκδοση. Απλά το έστειλα στις εκδόσεις Πηγή και το δέχτηκαν.
3) Τα δύο τελευταία σας
βιβλία, Το Στόμα του Διαβόλου και Tiamat που κυκλοφορούν από τις
εκδόσεις Πηγή ανήκουν στην κατηγορία τρόμου, ψυχολογικού θρίλερ και φαντασίας,
κατηγορίες με ιδιαίτερη δυσκολία. Τι σας ώθησε να στραφείτε σε αυτό το είδος και πόσο εύκολη είναι η
δημιουργία τους;
Ανέκαθεν είχα πλούσια φαντασία (εξ’ ου και
πάντα σκάρωνα ιστορίες). Τα δύο αυτά έργα μου ανήκουν σε αυτά τα είδη γιατί
αυτά μου αρέσει να διαβάζω, ανάμεσα σε πολλά άλλα. Οι ιστορίες μεταφυσικού
τρόμου δεν με δυσκόλεψαν για όσο έγραφα για πράγματα που ο ίδιος φοβόμουν και
έγιναν απίστευτα δύσκολες όταν προσπάθησα να συνεχίσω στο είδος έχοντας
εξαντλήσει τα δικά μου φόβητρα. Μου είναι πολύ δύσκολο να μεταδώσω τρόμο όταν
δεν τον νιώθω βαθιά και ο ίδιος. Για την Τιαμάτ τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Πολύπλοκη υπόθεση αλλά που στήθηκε σχεδόν από μόνη της. Πάλι τρόμος αλλά όχι
μεταφυσικός, τη φορά αυτή. Ο τρόμος του αγνώστου. Οφείλω να ομολογήσω πως δεν
με δυσκόλεψαν καθόλου τα μέχρι τώρα δημιουργήματά μου.
4) Τι συμβολίζει για εσάς
το Tiamat και πως προέκυψε ο τίτλος του έργου;
Η Τιαμάτ είναι μία δράκαινα. Μία
δαιμόνισσα του αρμυρού νερού για τους Μεσοποτάμιους. Ταίριαζε απόλυτα με το
δικό μου τέρας, οπότε και χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος. Επίσης σκοτώθηκε από έναν
ημίθεο, τον Μαρδούκ. Οι ημίθεοι κατά την αρχαιότητα ήταν εκείνοι που αναλάμβαναν
τις βρομοδουλειές (βλέπετε και τον δικό μας Ηρακλη), μέχρι που, από τον
μεσαίωνα και μετά, ανέλαβαν οι ιππότες. Μία λοιπόν που το μυθιστόρημα δεν
μιλάει μόνο για ένα σύγχρονο τέρας αλλά και για σύγχρονους ιππότες που
αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας την εξόντωσή του, το όνομα της δράκαινας των
υδάτων του πήγαινε γάντι.
5) Πόσο σημαντική είναι η
δόμηση της ατμόσφαιρας στο είδος του μυθιστορήματος με το οποίο ασχολείστε; Σας
δυσκόλεψε αυτή η διαδικασία όταν γράφατε το τελευταίο σας βιβλίο;
Η ατμόσφαιρα σε τέτοιου είδους βιβλία
είναι το Α και το Ω και χρειάζεται περιγραφή, εκτενή αλλά και σωστά
υπολογισμένη ώστε να μην ξεφεύγει από τα όρια και ‘αραιώνει’ το σώμα του
κειμένου. Μου έχει συμβεί πολλές φορές να πέσω σε κακογραμμένη ιστορία, ειδικά
του είδους, όπου, αντί να με συνεπαίρνει η ατμόσφαιρα και η αφήγηση, εγώ απλά
να παλεύω με τις λέξεις, τις προτάσεις, το κακό συντακτικό. Όχι, δεν με
δυσκόλεψε καθόλου. Στο τελευταίο μου βιβλίο (Τιαμάτ) ένιωθα ένας απλός
αντιγραφέας. Όπως σας είπα και πιο πάνω, ακολουθούσα τους ήρωες και κατέγραφα
τα όσα έκαναν.
6) Μια ομάδα μεταναστών
προσπαθεί να περάσει στην Ελλάδα από τον Έβρο. Σε ποιο βαθμό σάς επηρεάζει η
πορεία της κοινωνίας μας στη συγγραφή; Έχει η λογοτεχνία μια κοινωνική
αποστολή; Ο συγγραφέας πρέπει να ακούει τα κοινωνικά μηνύματα της εποχής ή να
ζει απομονωμένος και επικεντρωμένος στο έργο του;
Ειδικά στην Τιαμάτ, όλα τα άρθρα, οι
ειδήσεις, η επικαιρότητα, τα ευρήματα στο ίντερνετ που αναφέρονται, είναι όλα
τους αληθινά. Μόνο η ύπαρξη του τέρατος δεν συνάδει με την πραγματικότητα, αν
εκλάβουμε όμως το τέρας ως αλληγορία για την εποχή της κρίσης, όπου και
ξετυλίγεται η ιστορία, τότε όλα είναι υπαρκτά. Η λογοτεχνία, η τέχνη
γενικότερα, οφείλει να έχει μία κοινωνική αποστολή. Οφείλει να είναι επικίνδυνη.
Να βάζει ιδέες. Να ξύνει πληγές. Να προσφέρει τροφή για σκέψη. Να δίνει
‘δουλειά για το σπίτι’. Ο συγγραφέας, ακόμη και αν ο ίδιος δεν το παραδέχεται,
είναι παιδί της εποχής του. Για την κρίση ήδη γράφτηκαν διάφορα. Περιμένω να δω
να εμφανίζονται οι καραντίνες σε κάτι που θα καταγράφει το κλίμα που βιώσαμε
τον καιρό εκείνο. Πολλοί αποφεύγουν τον σχολιασμό για να είναι αρεστοί σε
περισσότερους. Εγώ θυμάμαι τον καιρό της χούντας, την αστυνομία να κατεβάζει
διαρκώς το «Μεγάλο μας τσίρκο» του Καμπανέλη από τα θέατρα, γιατί ήταν
επικίνδυνο για το καθεστώς. Αυτό οφείλει να κάνει η τέχνη. Να βάζει το μυαλό να
σκεφτεί. Άλλη αποστολή δεν έχει.
7) Ποιος ήρωας σας και από τα δύο τελευταία έργα σας σας δυσκόλεψε περισσότερο και γιατί, και ποιος θεωρείτε ότι είναι ο πιο σκοτεινός;
Ο Γκούντερ από την Τιαμάτ, δίχως δεύτερη
σκέψη. Εκείνος με δυσκόλεψε περισσότερο και εκείνος είναι ο πιο
σκοτεινός. Το γιατί είναι απλό: ο συγγραφέας, όσο γράφει, συνειδητοποιεί ότι
όλοι του οι χαρακτήρες είναι εκείνος. Μπορεί να έχει ‘δανειστεί’ τα σουσούμια
τους από γνωστούς, φίλους, αγνώστους, εκείνος όμως αποφασίζει πώς θα τους βάλει
να κινηθούν, να μιλήσουν, να σκεφτούν. Ακόμη και όταν ένας ήρωας αυτονομηθεί,
όπως έκαναν οι τελευταίοι μου, εξακολουθούν να αντλούν από τα δικά μου βιώματα,
από τους δικούς μου φόβους, από τα δικά μου σκοτεινά σημεία. Ο Γκούντερ με
δυσκόλεψε γιατί δυσκολευόμουν να παραδεχτώ πως είχα τέτοια στοιχεία μέσα μου.
Μιλάμε, για όσους δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο, για ένα άτομο κυνικό,
αμείλικτο, αυταρχικό, που έχει μάθει να περνάει το δικό του με κάθε δυνατό
κόστος, και που βρίσκεται σε ένα κοινωνικό και οικονομικό στάτους που του το
επιτρέπει. Με τρόμαξε γιατί αναγκάστηκα να έρθω σε επαφή με τα στοιχεία του που
κουβαλώ βαθιά μέσα μου και που, εννοείται, δεν τα έχω στη βιτρίνα, υπάρχουν
όμως στα αμπάρια της ψυχοσύνθεσής μου. Υπάρχουν πάντα και ο πρωταγωνιστής στο
«Τέρας» καθώς και ο Πάνος στο «Ποτέ αυτό που καλείς» (Διηγήματα από «Το στόμα
του διαβόλου»), εκείνοι όμως είναι απλά δολοφόνοι. Εν γνώση του ο πρώτος,
αναλαμβάνοντας να πληρώσει και το τίμημα, εν αγνοία του ο δεύτερος. Με εκείνους
είμαι περισσότερο δεκτικός. Πάντα με ανατρίχιαζε περισσότερο το άτομο που θα
ανέθετε σε κάποιον μία δολοφονία (Γκούντερ), παρά εκείνος που έφτασε ως εκεί,
δεχόμενος και τις συνέπειες.
8) Η αμεσότητα της
πρωτοπρόσωπης γραφής εμπεριέχει τη δυναμική της προσωπικής αφήγησης, κατά
κάποιο τρόπο της εκμυστήρευσης, εμπεριέχει ωστόσο έναν βαθμό δυσκολίας για τον
συγγραφέα. Εσείς το νιώσατε αυτό γράφοντας το βιβλίο σας ή η αφήγηση αποκτά με
αυτόν τον τρόπο μια απρόσκοπτη ροή που δεν σας προβλημάτισε καθόλου;
Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο είναι ακριβώς
όπως την περιγράφετε. Άμεση μεν, χάνουμε όμως την γενική οπτική που θα μας
έδινε ένα τριτοπρόσωπο κείμενο και ένας ‘πανεπόπτης συγγραφέας’. Εδώ τα πάντα
συμβαίνουν, ή οφείλουν να συμβούν, μπροστά στα μάτια του πρωταγωνιστή
προκειμένου να τα πληροφορηθεί και ο αναγνώστης. Παρ’ όλα αυτά, μπήκα εύκολα
στο πετσί και στον κόσμο του ήρωα. Όταν τον έγραφα είχα στο μυαλό μου την πιο
αγαπημένη μου ταινία του Κουροσάβα: το Γιοζίμπο, όπου τα πάντα συμβαίνουν
μπροστά στα μάτια του πρωταγωνιστή, σε βαθμό που καθιστά ‘συνένοχο’ τον θεατή.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο νομίζω πως θα με μπέρδευε μία τριτοπρόσωπη αφήγηση.
9) Ιστορίες μυστηρίου,
τρόμου, φαντασίας, αλλά και παιδική λογοτεχνία, ένα ακόμα δύσκολο και
απαιτητικό είδος. Θα σας ενδιέφερε να ασχοληθείτε με κάτι άλλο πέρα από αυτά;
Υπάρχει κάποιο είδος με το οποίο δεν θα σκεφτόσασταν ποτέ να ασχοληθείτε;
Θα ξεκινήσω απαντώντας για το τι δεν θα
έγραφα ποτέ: Ρομάντζο. Όσο για το είδος που θα ήθελα να δοκιμάσω την πένα μου,
αυτό είναι το αστυνομικό. Κάποτε μου φαινόταν δύσκολο. Μεγαλώνοντας όμως και
διαβάζοντας όλο και περισσότερα αστυνομικά, αρχίζω να πιστεύω πως μάλλον
έρχεται η ώρα να αναμετρηθώ μαζί του. Ήδη έχω έναν σκελετό μίας ιστορίας του
είδους. Ο καιρός θα μας δείξει σε τι θα εξελιχθεί.
10)Οι ήρωες του Tiamat είναι ήρωες που
περιγράφονται γλαφυρά και κερδίζουν τον αναγνώστη. Υπάρχει περίπτωση να τους
δούμε στο μέλλον σε κάποιο επόμενο μυθιστόρημά σας;
Ήδη ψάχνω να βρω τόπο δράσης για το
επόμενο βιβλίο με τους ίδιους ήρωες. Το τέλος της Τιαμάτ είναι επί τούτου τόσο
ανοιχτό, γιατί ήθελα να ‘περπατήσω’ ξανά μαζί τους. Είναι άτομα που τα αγάπησα
και που περάσαμε μαζί μπόλικο ποιοτικό χρόνο. Χαίρομαι που θα τους
ξανασυναντήσω.
11)Ασχολείστε με τη Δημιουργική Γραφή. Τελικά τι
πιστεύετε; Γεννιέται ή γίνεται κάποιος συγγραφέας;
Θα επαναλάβω λόγια παλαιότερων συγγραφέων
ως απάντηση: Το ταλέντο, καλό είναι να υπάρχει, αλλά, από μόνο του δεν αρκεί.
Χρειάζεται προσήλωση και καθημερινή ενασχόληση για να γεμίσουν οι σελίδες. Η
συγγραφή λοιπόν είναι 1% ταλέντο και 99% δουλειά. Όπως έλεγε και ο
συνονόματος κύριος Σουρούνης: η συγγραφή
θέλει πισινό από βαρίδια. Και φυσικά, χρειάζεται μεγάλο θάρρος να σχίζεις και
να σβήνεις ό,τι έγραψες με αγάπη, με κόπο και πόνο, αλλά είναι ‘βαριά’ για το
κείμενο. Ναι, σίγουρα γεννιούνται άνθρωποι με την έφεση να γίνουν συγγραφείς,
δεν είναι κακό όμως να απευθυνθούν κάπου ώστε να διδαχθούν και το πώς να το
κάνουν αυτό.
12)Κλείνοντας και αφού σας ευχαριστήσουμε, θέλετε να μας
πείτε αν σχεδιάζετε το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;
Σαν γνήσιος προπέτης σας έχω ήδη απαντήσει
σ’ αυτό, όμως θα συνοψίσω: Έχω έναν σκελετό αστυνομικού μυθιστορήματος και τη
συνέχεια της Τιαμάτ να με τραβούν από το μανίκι και να διεκδικούν εναλλάξ την
προσοχή μου, σαν κακομαθημένα παιδάκια. Προς το παρόν στέκω αναποφάσιστος
ανάμεσά τους, διασκεδάζοντας για λίγο με τα καμώματά τους, σύντομα όμως θα
πρέπει ν’ αποφασίσω. Θα σας κρατώ ενήμερους.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΗΓΗ
1997. Ξημερώματα Πάσχα. Μία ομάδα
μεταναστών, προσπαθώντας να περάσει στην Ελλάδα μέσω του Έβρου, γίνεται
αντιληπτή από μία ελληνική περίπολο. Ένας 19χρονος από το Μπαγκλαντές
συλλαμβάνεται από τους Έλληνες φαντάρους ενώ προσπαθεί να κρυφτεί. Δίπλα του
βρίσκονται τα απομεινάρια του φίλου του. Ισχυρίζεται πως κάτι τους επιτέθηκε.
2012. Ένας δημοσιογράφος
στην Αλεξανδρούπολη σκοτώνεται σε ύποπτο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ενώ έχει
μιλήσει για εξαφανίσεις κυνηγών και αγροτών στον Έβρο.
Την ίδια χρονιά, ένας συγγραφέας και
δύο φίλοι του ανακαλύπτουν μία ύποπτη αναφορά των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών
με το κωδικό όνομα "Τιαμάτ", που αναφέρεται στα γεγονότα του Πάσχα
του '97.
Οι τρεις ήρωες καλούνται, σαν
σύγχρονοι "ιππότες", να ερευνήσουν την υπόθεση και να αντιμετωπίσουν
έναν "δράκο" που σπέρνει τον τρόμο, υπό την καθοδήγηση ενός
πάμπλουτου ηλικιωμένου.
Με τι ακριβώς θα έλθουν αντιμέτωποι,
στον Έβρο; Υπάρχουν ακόμη τέρατα;
Ή μήπως τα αληθινά τέρατα έχουν
ανθρώπινο πρόσωπο;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου