Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΤΣΑΣ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΗ ΒΙΡΓΙΝΙΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ

      Σήμερα φιλοξενούμε τον συγγραφέα Κώστα Καλτσά σε μια πραγματικά ενδιαφέρουσα και μεγάλη συνέντευξη με αφορμή το πρώτο του έργο με τίτλο ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.  Τον ευχαριστούμε θερμά.

     Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΤΣΑΣ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Πτυχιούχος βιολόγος, εργάστηκε σε βιβλιοπωλείο πριν ολοκληρώσει το διδακτορικό του στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον ως υπότροφος του Arts and Humanities Research Council UK, με τη ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ ως μέρος της διατριβής του. Έχει μεταφράσει έργα των Τζόναθαν Λέθεμ, Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας κ.ά. Έχει εκδώσει μία νουβέλα (Postlude, Pilotless Press, Αθήνα 2014). Η ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Ζει στην Αθήνα με τη γυναίκα του και τον αιλουροειδή αφέντη τους.

 

1 Μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, το πρώτο σας βιβλίο με τίτλο Νικήτρια Σκόνη. Όταν γράφατε αυτό το βιβλίο είχατε την αίσθηση ότι θα κυκλοφορούσε ως αυτόνομο βιβλίο δεδομένου ότι αποτελεί μέρος της διδακτορικής διατριβής σας στο Πανεπιστήμιο του Southampton;

     Ναι και όχι. Από τη μια, γράφτηκε πρώτα από όλα ως μυθιστόρημα που θα έπρεπε να σταθεί μόνο του, ασχέτως αν στη διατριβή υπήρχε και η παράλληλη απαίτηση για μια ενασχόληση με το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται αυτού του είδους τα μυθιστορήματα. Από την άλλη, νομίζω την ιδέα της έκδοσης είναι προτιμότερο να την εξετάζεις μόνο όταν πια φτάσεις σε σημείο που θεωρείς ότι πραγματικά έκανες ό,τι μπορούσες με το κείμενο. Εν προκειμένω, μεταξύ του κειμένου που παρέδωσα ως διατριβή και του κειμένου που παρέδωσα στον Ψυχογιό είχαν μεσολαβήσει άλλες δυο γραφές.

 

2  Κοινωνικό, ανθρωποκεντρικό αλλά και βαθιά ιστορικό, το βιβλίο αυτό. Πιστεύετε ότι το μυθιστόρημα και ο συγγραφέας έχει μια κοινωνική αποστολή να επιτελέσει στον σύγχρονο κόσμο;

     Το περιοδικό Readers Digest είχε το 1969 προσφέρει στον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ 200 δολάρια για μια απάντηση 2000 λέξεων στην ερώτηση «Έχουν οι συγγραφείς κοινωνική ευθύνη;» Η απάντηση του Ναμπόκοφ ήταν «ΟΧΙ. Μου χρωστάτε δέκα σεντς, κύριε».

Δεν είμαι το ίδιο απόλυτος. Φυσικά, δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω ότι η τέχνη είναι πάντα πρώτα από όλα τέχνη, και πως οι στρατευμένες εκδοχές της συχνά, αν όχι πάντα, αποτυγχάνουν καλλιτεχνικά ακριβώς λόγω της στράτευσής τους. Ιδίως όταν αυτή υιοθετεί τη μορφή της απόδειξης πως ο καλλιτέχνης ή η παράταξή του γενικότερα «έχει δίκιο». (Είναι άλλωστε φτηνός τρόπος να αποδεικνύεις το δίκιο σου ως συγγραφέας π.χ., δημιουργώντας έναν κόσμο και μια σειρά από χαρακτήρες που μπορείς να οδηγήσεις ακριβώς εκεί, και μόνο εκεί, που θέλεις εσύ.)

Από την άλλη, η τέχνη που δεν απευθύνεται σε κανέναν δεν είναι τέχνη, και η λογοτεχνία δεν είναι ποτέ απλώς θέμα «προσωπικής έκφρασης» (φράση που δεν αντέχω ούτε να ακούω). Η λογοτεχνία δημιουργείται μέσα σε μια κοινωνία, από ανθρώπους που, όπως έχει καταδείξει ο Φρέντρικ Τζέιμσον, είναι φορείς ενός «πολιτικού ασυνείδητου» που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα βρει έκφραση στα έργα τους. Οπότε, αν μη τι άλλο, οι συγγραφείς έχουν τουλάχιστον μια πολύ βασική μορφή κοινωνικής αποστολής να επιτελέσουν: Να παλεύουν πρώτα από όλα να κατανοήσουν οι ίδιοι, στο βαθμό που είναι εφικτό, τη σχέση του έργου τους με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα μέσα στην οποία το δημιουργούν. Πράγμα που αποτελεί ήδη μεγάλη ευθύνη.

 

3 Διαβάζοντας το βιβλίο το πρώτο ερώτημα που αναφύεται είναι πόσος χρόνος απαιτήθηκε για να γραφτεί αυτό το μυθιστόρημα, και πώς έγινε η μεγάλη ιστορική έρευνα τα αποτελέσματα της οποίας χρησιμοποιήσατε;

     Μου πήρε σχεδόν τεσσερισήμισι χρόνια να το τελειώσω. Ως μέρος της διατριβής μου το ξεκίνησα στα τέλη του 2015 και το τελείωσα στις αρχές του 2020. Στη συνέχεια το δούλεψα για λίγους μήνες ακόμα πριν να είναι έτοιμο να μεταφραστεί. Χοντρικά θα έλεγα η έρευνα και η συγγραφή του πρώτου μέρους (που διαδραματίζεται το 1944) μου πήραν σχεδόν τρία χρόνια, και η συγγραφή του δεύτερου (1995) και τρίτου μέρους (2015) μου πήρε σχεδόν ενάμισι. Για αυτό και χωρίς την υποτροφία που είχα πάρει δεν ξέρω αν θα ήταν δυνατό να έχω γράψει το μυθιστόρημα σε αυτή τη μορφή, αν σκεφτεί κανείς πως ως υποψήφιος διδάκτορας είχα την πολυτέλεια το γράψιμο να είναι η κύρια απασχόλησή μου, και οι υπόλοιπες υποχρεώσεις μου (διδασκαλία, μεταφράσεις κλπ.) να αποτελούν πάρεργο, ενώ συνήθως ισχύει το αντίθετο. Δεν είναι πως δεν θα μπορούσα και υπό άλλες συνθήκες π.χ. να κάνω την έρευνα που χρειάστηκε, μα προφανώς θα έπαιρνε πολύ περισσότερα χρόνια και θα ήταν πολύ δυσκολότερο να δουλεύω με συνέπεια.

4 Ήταν εύκολη η πρόσβαση στα ιστορικά στοιχεία; Υπήρχαν στοιχεία που δεν μπορέσατε να βρείτε;

     Η κύρια δυσκολία από ένα σημείο και μετά ήταν να πάρω απόφαση ότι είχα κάνει πια αρκετή έρευνα. Μεταξύ της ελληνικής και αγγλικής βιβλιογραφίας υπάρχει ένας πολύ μεγάλος όγκος υλικού για όλη τη δεκαετία του ’40, και το γεγονός πως μέσω της βιβλιοθήκης του πανεπιστημίου μπορούσα να έχω πρόσβαση σε λίγο-πολύ οτιδήποτε χρειαζόμουν ήταν ταυτόχρονα καθησυχαστικό αλλά και κατά κάποιο τρόπο κίνδυνος: Μπορείς πάντα να αποφασίζεις ότι θέλεις να ψάξεις και κάτι ακόμα, και έτσι να αναβάλλεις συνεχώς τη στιγμή που πρέπει να αρχίσεις να γράφεις.

Στοιχεία που δεν μπόρεσα να βρω: Πολλά, είμαι σίγουρος. Κάποια τα εφηύρα. Μιλούσα πάντως πρόσφατα με έναν φίλο για μια από αυτές τις εφευρημένες λεπτομέρειες και με διαβεβαίωσε πως είναι σωστή, από όσο ξέρει: την είχε συναντήσει και στα (αδημοσίευτα) απομνημονεύματα του παππού του.

5 Το μυθιστόρημα γράφτηκε στην αγγλική γλώσσα και μεταφράστηκε από τον Γ. Μαραγκό για λογαριασμό των εκδόσεων ΨΥΧΟΓΙΟΣ. Πώς παρακολουθεί ένα ελληνόφωνος συγγραφέας τη μετάφραση του βιβλίου του στην ελληνική γλώσσα, δεδομένου ότι ακούγεται ως μια διαδικασία που πραγματικά ίσως να ξενίζει; Υπήρξαν φορές που διαφωνήσατε με τον μεταφραστή σας ή η συνεργασία σας ήταν άψογη;

     Την παρακολούθησα με κάποια αμηχανία, είναι αλήθεια. Ήξερα πως δεν θα μετέφραζα εγώ το βιβλίο. Όχι μόνο δεν προλάβαινα, αλλά και δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία στην οποία αναπόφευκτα θα έμπαινα αν το έκανα: Να το ξαναγράψω για μια ακόμα φορά. Ήταν επομένως δεδομένο εξαρχής πως η γλώσσα του βιβλίου δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ακριβώς η δική μου, και άρα θα έπρεπε να αντισταθώ στον πειρασμό να επιχειρήσω να επιβάλλω κάτι τέτοιο και στην τελευταία πρόταση. Οπότε όχι, δεν είχαμε διαφωνίες με τον Γιώργο, μόνο πράγματα που συζητήσαμε πιο εκτεταμένα, κυρίως σε σημεία που είχαν να κάνουν με εσκεμμένες επαναλήψεις φράσεων η περιγραφών, ή κάποιες υπόνοιες που αφήνει το αγγλικό κείμενο οι οποίες έπρεπε να παραλλαχθούν για να διατηρηθούν και στο ελληνικό.

 

6. Η δική σας εμπειρία ως μεταφραστής και μάλιστα σημαντικών συγγραφέων τι οφέλη σάς έδωσε;

     Νομίζω λειτούργησε ως σχολείο στο οποίο εκτέθηκα σε διαφορετικούς τρόπους γραφής, και υποχρεώθηκα να διαβάσω πολύ προσεκτικά, να προσπαθήσω να κατανοήσω τι (και πώς) επιχειρεί να κάνει ένα κείμενο, και να βρω τρόπο να το αποδώσω σε μια άλλη γλώσσα διατηρώντας όσο το δυνατόν τόσο το «τι» όσο και το «πώς». 

Ταυτόχρονα, αυτή η τόσο προσεκτική ανάγνωση ιδίως σημαντικών συγγραφέων, θεωρώ σε απελευθερώνει από την ιδέα της (έτσι κι αλλιώς καταδικασμένης σε αποτυχία) προσπάθειας να τους μιμηθείς σε δικά σου γραπτά, καθώς σε φέρνει ξανά και ξανά αντιμέτωπο με το προσωπικό ύφος ως απόρροια και έκφραση μιας φιλοσοφίας και θέασης του κόσμου που η λέξη «αισθητική» μοιάζει συχνά να μην περιγράφει επαρκώς.

 

7 Πώς επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο;

     Ως και περίπου δύο μήνες πριν την διορία κατάθεσης της διατριβής μου, το μυθιστόρημα δεν είχε ακόμα τίτλο. Δοκίμαζα διάφορους, δεν με έπειθε κανείς, ώσπου έπιασα να ξαναδιαβάσω το “Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!” του Γουίλιαμ Φώκνερ, και στην πρώτη σελίδα βρήκα τη φράση «victorious dust». Σκέφτηκα: «Να ‘μαστε, τουλάχιστον μέχρι να βρω κάτι καλύτερο». Όπως συμβαίνει συνήθως με αυτά τα πράγματα, με τον καιρό έγινε εμφανές πως ήταν τελικά ο ιδανικός τίτλος για αυτό το βιβλίο.

8 Πώς επιλέξατε δυο ιστορικά ορόσημα του τόπου, τα Δεκεμβριανά και το πρόσφατο δημοψήφισμα; Υπάρχει κάποια ιστορική αλληλουχία ανάμεσα στα γεγονότα αυτά;

     Δεν επέλεξα εγώ τις στιγμές – όχι ακριβώς. Αυτό ήταν και το κύριο έναυσμα για να γράψω το μυθιστόρημα σε αυτή του τη μορφή. Το δημοψήφισμα δεν ήταν απλώς μια στιγμή διχασμού, αλλά και μια στιγμή κατά την οποία η πολιτική αντιπαράθεση για το μέλλον της χώρας έμοιαζε σε ανησυχητικό βαθμό να γίνεται με εξαιρετικά βίαιους όρους που παρέπεμπαν απευθείας στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, και μάλιστα από ανθρώπους που ως επί το πλείστον δεν είχαν οι ίδιοι εμπειρία αυτών των γεγονότων. Οπότε δεν ήταν τόσο πως ήθελα να προβώ σε έναν ιστορικό παραλληλισμό, όσο να ανιχνεύσω τους λόγους που ένας τέτοιος παραλληλισμός γινόταν ήδη, και τους κινδύνους που συνεπαγόταν. Από αυτή την άποψη, τα Δεκεμβριανά θεώρησα πως προσφέρονταν για αυτή την απόπειρα τόσο για ιστορικούς όσο και για μυθιστορηματικούς λόγους.

9 Από ποια υλικά είναι φτιαγμένος ο Ανδρέας Ξενίδης; Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στην προσωπικότητα και στην πορεία του;

     Από τα υλικά που νομίζω πλάθονται οι περισσότεροι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες. Κάποιες συγκεχυμένες ιδέες και υποψίες για το τι είναι αυτό που θες να κάνεις· χαρακτηριστικά και συμπεριφορές δανεισμένες (κλεμμένες) από συγγενείς και φίλους, ή κάποιον άγνωστο που παρατήρησες για λίγο στο δρόμο· χαρακτήρες άλλων συγγραφέων· τέλος, ό,τι προσωπικό θεωρείς πως θα φανεί χρήσιμο: Εν προκειμένω, για ένα μυθιστόρημα που θέλει να στοχαστεί πάνω σε διάφορες μορφές ιστορικής (και όχι μόνο) «επανάληψης», συγκεκριμένες μουσικές και λογοτεχνικές αγάπες που ήταν θεματικά ταιριαστές. Άλτερ έγκο δεν τον λες πάντως – πέρα από το γεγονός πως ανήκουμε στην ίδια γενιά και σπουδάσαμε και οι δύο στην Αγγλία, δεν έχουμε και πολλά κοινά.

10 Μπορεί το ιστορικό μυθιστόρημα να υποκαταστήσει τη σχέση του ανθρώπου με την Ιστορία σε έναν βαθμό και πόσο μπορεί η λογοτεχνία να μας κάνει να ξαναδούμε από την αρχή τα πράγματα με διαφορετικό μάτι;

Να υποκαταστήσει, όχι. Τουλάχιστον όχι χωρίς τους κινδύνους μιας κάποιας παραμόρφωσης, που θεωρώ ήδη προφανή στην εγγενή ένταση μεταξύ των λέξεων ιστορικό και μυθιστόρημα. Υπάρχουν όμως πολύ καλοί λόγοι που ο Αριστοτέλης θεωρούσε την ποίηση ανώτερη της ιστορίας. Η λογοτεχνία άλλωστε νομίζω πως επιτρέπει την επιστροφή στην αμεσότητα μιας ατομικής εμπειρίας της ιστορίας, σε αντίστιξη με μια πιο επιστημονική, εκ των υστέρων, συλλογική αφήγηση. Μεταδίδει δηλαδή μια αίσθηση της εμπειρίας των γεγονότων όταν αυτά ήταν ακόμα υπό διαμόρφωση, όταν το παρελθόν που για εμάς είναι τώρα δεδομένο ήταν ακόμα ένα αναπάντεχο μέλλον. Κι αυτό ίσως καμιά φορά να μας βοηθάει όντως να ξαναδούμε κάποια πράγματα από την αρχή.

11 Τι θα επιθυμούσατε να κρατήσουν οι αναγνώστες από το αναγνωστικό τους ταξίδι με τη Νικήτρια Σκόνη;

     Ελπίζω την αίσθηση μια ευχάριστης αναγνωστικής εμπειρίας, πρώτα από όλα – αυτό είναι συχνά αρκετό. Σε δεύτερο χρόνο, ίσως, να δουν πέρα από την ιδέα του παρελθόντος ως ηρωικού ή τραυματικού και να αναλογιστούν και το παρόν ως ιστορία υπό διαμόρφωση, ενδεχομενική, ποτέ αναπόφευκτη.

12    Κλείνοντας και αφού σας ευχαριστήσουμε, θα θέλατε να μας πείτε μετά την Νικήτρια Σκόνη, πού πιστεύετε ότι θα οδηγηθούν τα επόμενα συγγραφικά σας βήματα;

     Εγώ να σας ευχαριστήσω για τις ερωτήσεις σας. Η αλήθεια είναι πως έχω καιρό που δουλεύω, όχι ακόμα με συνέπεια, πάνω σε κάτι (ίσως εξίσου) μεγάλο, αν και αρκετά διαφορετικό, τόσο θεματικά όσο και ως προς τη φόρμα. Αλλά αυτό έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του.

 

 


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΚΛΗΡΩΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2024 [ update 28/1/24]*

ΚΛΗΡΩΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ MAΡΤΙΟΣ 2024 [ update 18/3/24]*

KΛΗΡΩΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ [update 30/5/24 ]*

H MEΓΑΛΗ ΓΙΟΡΤΙΝΗ ΜΑΣ ΚΛΗΡΩΣΗ/ GIVEAWAY ΣΕ FB & INSTAGRAM [update 5/1/24]*

KΛΗΡΩΣΗ ΙΟΥΛΙΟΥ

«ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» - ΧΟΥΑΝ ΧΟΣΕ ΜΙΓΙΑΣ- ΨΥΧΟΓΙΟΣ

«Αμνησία» - Federico Axat - Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

OI AΔΕΛΦΕΣ CHANEL, Judithe Little Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Αναγνώσματα Μαΐου- Προτάσεις Ιουνίου