Η ΚΑΡΟΛΙΝΑ ΜΕΡΜΗΓΚΑ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΗ ΒΙΡΓΙΝΙΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ
Από τις Εκδόσεις Πατάκη, μόλις κυκλοφόρησε το έργο της Καρολίνας Μέρμηγκα με τίτλο Ο κήπος της Αμαλίας, το οποίο στάθηκε και η αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί.
Η Καρολίνα Μέρµηγκα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος και δημοσιογράφος. Εξέδωσε δύο συλλογές διηγημάτων (Ερωτευμένες, Εστία, 2005, και Σήµερα δεν θα πεθάνω, Μελάνι, 2010) και πέντε μυθιστορήματα: Συγγενής (Μελάνι, 2013), Ο Έλληνας γιατρός (Μελάνι, 2016), Κάτι κρυφό μυστήριο (Μελάνι, 2019), Δέκατος χρόνος (Αλεξάνδρεια, 2021), Ο κήπος της Αμαλίας (Εκδόσεις Πατάκη, 2024). Έχει μεταφράσει Χένρυ Τζέιµς, Φραντς Κάφκα, Φ. Σ. Φιτζέραλντ κ.ά. Αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα Τα Νέα.
Ευχαριστούμε θερμά την συγγραφέα και την καλωσορίζουμε.
1 Μόλις κυκλοφόρησε το νέο σας έργο με τίτλο Ο κήπος της Αμαλίας, από τις Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ. Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής αυτού του βιβλίου; Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με τον Εθνικό Κήπο και την Αμαλία;
Αρχικά ο επιστολές της στον πατέρα της («Ανέκδοτες Επιστολές της Βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της», μτφρ. Βάνα Μπούσε - Μίχαελ Μπούσε, εκδ. Εστία, 2011). Η σε πρώτο πρόσωπο αφήγησή της, δυναμική, αισιόδοξη, θαρραλέα, και η παράλληλη αίσθηση που μου δημιουργήθηκε ότι η πειθαρχημένη και εκπαιδευμένη Γερμανίδα κόρη δεν λέει στον πατέρα της όλη την αλήθεια – και πώς θα μπορούσε; Γνωρίζοντας πόσο μη-ρόδινη ήταν η πραγματική ζωή της, ειδικά μετά τα πρώτα χρόνια, αισθάνεσαι τις ρωγμές στην αφήγησή της να πλαταίνουν. Και από τις ρωγμές να αναδύονται οι ψίθυροι των αντιφάσεων στις καταστάσεις και στα πρόσωπα, που συνθέτουν (για μένα) την απαραίτητη μαγιά για οποιοδήποτε μυθιστόρημα. Από εκεί και πέρα νομίζω ότι η Οθωνική περίοδος παραμένει αρκετά άγνωστη για πολλούς από εμάς: ο Όθων και η Αμαλία είναι σαν δυο φιγούρες ζωγραφισμένες, που πέρασαν από μπροστά μας κι έφυγαν, και ξέρουμε τόσο λίγα για το πώς και το γιατί. Κι όμως, ήταν μια συναρπαστική περίοδος· τόσο κοντά στην Επανάσταση, με τους περισσότερους πρωταγωνιστές της παρόντες και με την αγωνία ενός έθνους να βρει την ταυτότητά του ολοζώντανη και φλέγουσα.
Ο κήπος της Αμαλίας, ο Εθνικός μας κήπος, είναι για το τι αφήνει κάποιος πίσω του. Που τελικά δεν ξέρουμε πάντα ποιο ακριβώς θα είναι. Ποτέ δεν ξέρουμε πόσες πολλές μορφές μπορεί να πάρει μια ζωή. Η Αμαλία έζησε και πέθανε με την πίκρα του ότι δεν μπόρεσε να γεννήσει, αλλ’ όμως να, 160 χρόνια μετά, πόση ζωή ανθίζει και τιτιβίζει γύρω μας χάρη σ’ εκείνη.
2 Από τον Έλληνα γιατρό και την προσωπική ιστορία του γιατρού Κωνσταντίνου Μ. (1874-1941), στον Ιωάννη Καποδίστρια και τώρα στην Αμαλία, ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα. Νιώθετε ότι είναι το λογοτεχνικό είδος που σας ταιριάζει περισσότερο; Θα συνεχίσετε σε αυτό το είδος;
Δεν ξέρω αν μου ταιριάζει. Μου αρέσουν τα μυθιστορήματα, όμως με το «ιστορικό» κινδυνεύεις να κάνεις κάτι άλλο, όχι ακριβώς μυθιστόρημα, γιατί είναι πολύ δύσκολο να ισορροπήσεις σωστά Ιστορία και μυθιστοριογραφία. Πολύ, πολύ δύσκολο. Αλλά είναι το είδος που εμένα με ενδιαφέρει και με γοητεύει περισσότερο. Το αν θα συνεχίσω, εξαρτάται: έτσι κι αλλιώς, η ιστορία που θα θελήσεις να πεις δεν γίνεται ποτέ κατά παραγγελία. Έρχεται και σε βρίσκει. Κάτι διαβάζεις ή βλέπεις ή ακούς κι εσύ κοντοστέκεσαι· κάτι κολλάει μέσα σου, επιμένει, επανέρχεται, ζουζουνίζει στο αφτί σου, και κάποια μέρα του λες οκέι, σου παραδίδομαι. Πες μου, κι εγώ μετά θα προσπαθήσω να το ξαναπώ.
3 Ένα από τα στοιχεία που αναφαίνονται κατά την αφήγηση είναι η ατμόσφαιρα της Εποχής στην οποία διαδραματίζεται το έργο. Είναι εύκολο για έναν συγγραφέα να μεταφέρει στις σελίδες του βιβλίου του αυτή την ατμόσφαιρα και πώς εργαστήκατε πάνω σε αυτό;
Μαζεύεις όσες περισσότερες πληροφορίες μπορείς, και στήνεις γύρω σου ένα τοπίο. Σαν σκηνοθέτης και σκηνογράφος. Έναν ορίζοντα, ένα υπέδαφος, κάποιους ήχους, κάποιους δρόμους. Χωρίς αυτά, πώς θα κινηθούν και θ’ αναπνεύσουν οι ήρωές σου; Χωρίς αυτά, τι γλώσσα θα τους δώσεις; Εγώ χρειάζομαι να έχω μιαν αίσθηση του πού πατούν, τι βλέπουν έξω από τα παράθυρά τους, τι γίνεται στην άκρη του δρόμου τους και τι λέει η εφημερίδα που κρατούν στα χέρια τους, ακόμα κι αν δεν θα τα γράψω. Κι επειδή στην Ελλάδα δεν έχουμε ούτε τα βιβλία, ούτε τις ταινίες, ούτε καν τα τηλεοπτικά σίριαλ που θα μας εξοικείωναν με τα πάμπολλα τοπία της Ιστορία μας (το γιατί δεν τα έχουμε είναι ένα ενδιαφέρον θέμα για συζήτηση), η «ατμόσφαιρα» είναι για μένα δύσκολη. Δυσκολεύτηκα να φανταστώ εκείνο το περίεργο βασίλειο με φρέσκο ακόμα το αίμα που είχε χυθεί για να ελευθερωθεί, και φουντωμένες τις φιλοδοξίες, συνωμοσίες κι ελπίδες που το ελευθέρωσαν. Και μαζεμένους όλους μαζί Βαυαρούς, Φαναριώτες, Αθηναίους, ντόπιους και ξένους με τις διαφορετικές τους γλώσσες και ντοπιολαλιές, συνήθειες, προλήψεις και προκαταλήψεις. Γύρω-γύρω όλοι, και στη μέση ένα πολύ νεαρό ζευγάρι φερμένο από ένα άλλο σύμπαν: πολιτικά, πολιτισμικά, ιδεολογικά, χρονικά, ένα άλλο σύμπαν.
4 Το βιβλίο σας είναι κυρίως ένα ιστορικό βιβλίο. Ωστόσο, είναι ένα μυθιστόρημα. Τι είναι για εσάς το ιστορικό μυθιστόρημα καθώς γράφετε και πώς καταφέρνετε η αφήγησή σας να μην γίνεται μια ιστορική πραγματεία ή ένα δοκίμιο;
Όπως είπα, το βρίσκω δύσκολο και δεν το πετυχαίνω πάντα. Με κίνδυνο απλοποίησης, θα έλεγα ότι πυρήνας κάθε μυθιστορήματος είναι το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι τρόποι δηλαδή που κάθε άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει από τους οποιουσδήποτε κανόνες, να δραπετεύσει από το ρεαλιστικό ή και ηθικό του πλαίσιο, και να μας αιφνιδιάσει. Και αιφνιδιάζοντάς μας, ίσως να μας πει και κάτι για μας τους ίδιους – για όσα ίσως κρύβουμε κι εμείς μέσα μας. Με αυτή την έννοια, θεωρώ ότι δεν υπάρχει πλουσιότερο μυθιστορηματικό υλικό απ’ εκείνο που μας παρέχει η Ιστορία, αν μόνο σκύψουμε πάνω της και τη δούμε απ’ αυτή τη σκοπιά: ένα εκτυφλωτικό πανόραμα ανθρώπινων αντιφάσεων κι εκπλήξεων!
Στον «Κήπο της Αμαλίας» δεν υπάρχουν δικά μου, επινοημένα πρόσωπα. Με αυτήν την έννοια, ίσως δεν είναι αμιγώς μυθιστόρημα. Αλλά υπάρχουν οι φωνές και οι κουβέντες και τα συναισθήματα προσώπων κάποτε υπαρκτών, και υπάρχουν με την άδεια, (αν δεχτούμε ότι αποδεχόμαστε τέτοια «άδεια»), της μυθοπλασίας.
5. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος για την έρευνα του αρχειακού υλικού και πόσο εύκολο ήταν για εσάς να βρείτε τις πληροφορίες που χρειαστήκατε;
Όταν ψάχνεις βρίσκεις, και ειδικά τώρα που τόσο σπουδαίο ιστορικό υλικό σιγά-σιγά ψηφιοποιείται. Όπως θα δει ο αναγνώστης, παραθέτω μια βιβλιογραφία που με βοήθησε, ακόμα και όταν ήξερα ότι οι απόψεις είναι υποκειμενικές και ιστορικά ίσως αναξιόπιστες. Οι πολλές ματιές συνθέτουν κάτι, και το μυθιστόρημα δεν το χρειαζόμαστε ως λυσάρι για να περάσουμε εξετάσεις, ούτε για ν’ αντλήσουμε σίγουρα συμπεράσματα - ούτε καν για την όποια άποψη του συγγραφέα. Το μυθιστόρημα μας προσφέρει μόνο, ίσως, διαύλους επικοινωνίας με θέματα διαχρονικά και τη δυνατότητα να φανταστούμε κι εμείς κάτι, με τον δικό μας τρόπο.
6. Πιστεύετε ότι οι Έλληνες γνωρίζουν την προσφορά της γυναίκας αυτής; Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου βρήκατε κάποιο στοιχείο που ενδεχομένως σας εντυπωσίασε περισσότερο αναφορικά με την Αμαλία;
Η προσφορά της Αμαλίας δεν ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Τήρησε με σχετική συνέπεια και αρκετό θάρρος τον δεδομένο ρόλο της, σύμφωνα με την εποχή και τις πεποιθήσεις της - χωρίς να ξεφύγει ποτέ από αυτές τις πεποιθήσεις που, κάποιες, σήμερα ηχούν αναχρονιστικές. Αυτό που με εντυπωσίασε, όπως είπα, ήταν η συγκεκριμένη ιστορική στιγμή στην οποία βρέθηκε «παγιδευμένη μέσα της, αλλά και παγιδεύοντάς την». Επίσης μου έκανε εντύπωση πόσο αγάπησε την Ελλάδα (όπως και ο Όθωνας): όχι «φολκλορικά», όχι με τη ματιά μιας ξένης που διαβιοί με δεδομένα προνόμια επιλέγοντας να αγνοήσει προβλήματα κι ασχήμιες, αλλά επιδιώκοντας και γνωρίζοντας την πραγματική χώρα και τους αληθινούς της ανθρώπους, βλέποντάς τους με μάτια ανοιχτά.
7 Τι αγαπήσατε περισσότερο στη συγκεκριμένη ηρωίδα και τι ενδεχομένως θα της λέγατε αν μπορούσατε να έρθετε σε επαφή μαζί της;
Η λέξη «αγάπη» είναι υπερβολική. Μπόρεσα να φανταστώ τις ρωγμές της, όπως είπα, κι έτσι μπόρεσα να γράψω μια ιστορία της. Οι αδυναμίες της, η ευθραυστότητά της μού την έκαναν ενδιαφέρουσα· και θαύμασα τη γενναιότητα και αντοχή της: το σώμα της βασίλισσας που έπρεπε να γεννήσει διάδοχο για να στήσει μια δυναστεία και δεν μπόρεσε, έγινε πεδίο μαχών. Βασανίστηκε σωματικά και ψυχικά, χλευάστηκε (μαζί και ο Όθωνας), περιφρονήθηκε και τελικά ακυρώθηκε, καθώς απέτυχε στο μοναδικό έργο που της ζητήθηκε. Φανταστείτε μια ολόκληρη χώρα να μιλάει για το ανίκανο σώμα σου, αλλά και μια ολόκληρη Ευρώπη να στήνει κακόβουλα σενάρια πάνω σ’ αυτό.
Τι θα της έλεγα; Επειδή από τα γράμματά της προκύπτει ότι είχε χιούμορ, πιστεύω πως θα γελούσαμε με δυο-τρία θεματάκια σχετικά με την ελληνική πραγματικότητα που από την εποχή της ως και σήμερα δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Αλλά κυρίως θα της έλεγα ότι στον κήπο της έχω βρει, όπως και πολλοί άλλοι, κάτι σαν αγκαλιά. Πάω συχνά (έχω την τύχη να μένω κοντά) και δεν υπάρχει θάμνος, κλαδί, λουλούδι, πουλί που να μην μου χαρίζει λίγη χαρά και παρηγοριά. Και το θεωρώ δικό της δώρο.
8 Θα λέγατε ότι είναι μια φεμινίστρια της εποχής, μια γυναίκα πρωτοπόρος στην πορεία προς τη γυναικεία χειραφέτηση;
Όχι, δεν θα το έλεγα.
9 Κλείνοντας, αφού σας ευχαριστήσουμε, θα θέλατε να πείτε εσείς κάτι για το έργο σας, στους αναγνώστες; Και αν και ίσως λίγο νωρίς, σχεδιάζετε το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;
Δεν ξέρω αν έχει κάποιο ενδιαφέρον αυτό για το αναγνωστικό κοινό που αναγκαστικά βλέπει μόνον ό,τι ολοκληρώνεται και εκδίδεται, αλλά ένας συγγραφέας ζει και με τα φαντάσματα όσων δεν μπόρεσε να γράψει. Ιδέες και σκέψεις, ιστορίες και πρόσωπα που του αντιστάθηκαν και του ξέφυγαν. Χρειάζεται βέβαια θάρρος να ομολογήσεις στον εαυτό σου ότι κάτι δεν το μπορείς, δεν το μπόρεσες - δεν θα το μπορέσεις. Πρόκειται για μιαν ήττα, αλλά και μια νίκη του εσώτερου αναγνώστη που κάθε συγγραφέας οφείλει να διατηρεί πάντα ζωντανό και άγρυπνο μέσα του, και να τον ακούει. Ναι, είναι μεγάλη η λαχτάρα να «βγάλεις» ένα βιβλίο. Αλλά δεν πρέπει να υπερκαλύπτει την ικανότητα (απαραίτητη για κάθε συγγραφέα) του να διαβάζεις αυτό που προσπαθείς να βγάλεις με ματιά αποστασιοποιημένη και ασυγκίνητη και, αμείλικτα, ν’ αποφασίζεις αν τελικά μπορείς να το κάνεις ή όχι. Όλα αυτά τα λέω γιατί εδώ και κάμποσο καιρό βασανίζομαι με μια ιδέα μυθιστορήματος για κάποιον τόσο για μένα θαυμαστό, ώστε μου κόβονται τα γόνατα και μόνο στην ιδέα να τον πλησιάσω· δεν μπορώ, δεν τολμώ, δεν ξέρω πώς να τον προσεγγίσω, πώς να χαράξω γύρω του έναν κύκλο όπου μέσα του θα μπορέσω να κινηθώ και ν’ αναμετρηθώ μαζί του όπως του αξίζει. Και, ίσως γι’ αυτό, δεν τα καταφέρνω. Πιθανότατα δεν θα τα καταφέρω ποτέ, και θα πρέπει να τον αποχαιρετίσω. Είναι αυτά λίγο δυσνόητα; Πιστεύω ότι για τους συγγραφείς δεν είναι, κι ίσως ούτε και για τους εκπαιδευμένους αναγνώστες, που ξέρουν ν’ αναγνωρίζουν νικητές και ηττημένους στην ωραία μάχη της λογοτεχνίας.
Σας ευχαριστώ κι εγώ!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου